Το Σάββατο της Διακαινησίμου εβδομάδος η Εκκλησία μας τιμά άπαντες τούς Αγίους Κολλυβάδες Πατέρες. Πρόκειται για οσιακές μορφές κυρίως του 18ου και του 19ου αιώνος, αν και δεν είναι άτοπο να συγκαταριθμήσουμε μαζί τους και άλλους Πατέρες του 20ου, οι οποίοι αγωνίστηκαν να επαναφέρουν στο προσκήνιο την γνήσια ορθόδοξη πνευματική ζωή. Η αρχή έγινε με οξείες διαφωνίες με άλλους αγιορείτες που υποστήριζαν την κατά την Κυριακή τέλεση των μνημοσύνων αλλά και την σπάνια συμμετοχή στην θεία Κοινωνία. Οι «Κολλυβάδες»- όνομα που τους επιδόθηκε σκωπτικά- αγωνίστηκαν να συνδέσουν τους ορθοδόξους της εποχής τους με την λοιπή ιερή ασκητική Παράδοση της Εκκλησίας μας, όχι μόνον διότι το ορθό ήταν να τελούνται τα μνημόσυνα το Σάββατο και οι Χριστιανοί να κοινωνούν συχνά, αλλά επειδή γενικότερα η ησυχαστική ζωή της Εκκλησίας είχε παραγκωνισθεί. Αυτός είναι και ο λόγος που οι Κολλυβάδες προτείνουν διαρκώς θέσεις του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Βέβαια, όπως τότε ο μεγάλος αυτός Πατήρ παρεξηγήθηκε έτσι και αυτοί παρεξηγήθηκαν, πολεμήθηκαν και διώχθηκαν προς χάρη της Αλήθειας. Το Φιλοκαλλικό Πνευματικό κίνημα αυτών των Οσίων οφείλουμε να το βιώνουμε διαρκώς εντός της Εκκλησίας, εάν θέλουμε να είμαστε συνδεδεμένοι με ολόκληρη την αγιοπνευματική Παράδοση Αυτής. Το φοβερότερο είναι πως ακόμη και σήμερα, ενώ πλέον έχουν ανακηρυχθεί Άγιοι της Εκκλησίας και εμείς είμαστε σε θέση να παρατηρήσουμε πως όσα δίδαξαν είναι απολύτως σύμφωνα προς την Ιερά Παράδοση της Εκκλησίας μας, κατηγορούνται και συκοφαντούνται από κάποιους που θεώρησαν εαυτούς ανωτέρους των Αγίων.

κειμ. ΙΜ Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου
εικών Δημητρέλος

Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2011

Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης κι ἡ πνευματικὴ κληρονομιά του


σύνταξη: Theo, πηγή: Ἀντίφωνο

Οἱ συνθῆκες τῆς ἐποχῆς

Ὁ ἅγιος Νικόδημος ἐμφανίζεται στὸ προσκήνιο σὲ μία ἐποχὴ δύσκολη: Μετὰ ἀπὸ αἰῶνες δουλείας (τρεῖς σὲ κάποιες περιοχές, τέσσερις σὲ ἄλλες), ὁ Ὀρθόδοξος λαός μας βρίσκεται σὲ δυσχερῆ θέση.
Ἀπὸ τὴ μία, ἡ φτώχεια, ἡ καταπίεση καὶ ἡ ἀμάθεια ὁδηγοῦν πολλοὺς στὸν ἐξισλαμισμό, γιὰ λίγη οἰκονομικὴ ἄνεση καὶ ἀξιοπρεπῆ διαβίωση. Περιοχὲς ὁλόκληρες κοντεύουν νὰ ξεχάσουν τὰ ἑλληνικὰ ἢ ἔχουν συντριπτικὸ ποσοστὸ ἀναλφαβητισμοῦ καὶ ἀδυνατοῦν ν᾿ ἀντιμετωπίσουν τοὺς ξένους μισιονάριους ποὺ ζητοῦν νὰ τοὺς προσηλυτίσουν σὲ ἄλλα δόγματα καὶ νὰ τοὺς ἀφελληνίσουν. (Εἶναι γνωστὸ πὼς τὸ 1821 οἱ ρωμαιοκαθολικοὶ κάτοικοι τῶν Κυκλάδων βοήθησαν τοὺς Τούρκους ἤ, στὴν καλύτερη περίπτωση, τήρησαν εὐμενῆ πρὸς αὐτοὺς οὐδετερότητα.)
Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἔρχονται οἱ σπουδαγμένοι στὴν Ἑσπερία καί, στὰ σχολεῖα ποὺ ἱδρύουν στὶς διάφορες πόλεις, μαζὶ μὲ τὶς νέες ἀνακαλύψεις τῶν φυσικῶν ἐπιστημῶν καὶ τὶς προόδους τῶν μαθηματικῶν, προπαγανδίζουν τὸν ἀγνωστικισμὸ ἢ τὴν ἀθεΐα. Γιατὶ ἡ σχολαστικὴ θεολογία ποὺ γνώρισαν στὴ Δύση, δομημένη σὲ κάποιες ἀρχὲς καὶ ἀξιώματα ποὺ δῆθεν μποροῦσαν νὰ ἑρμηνεύσουν ὁτιδήποτε, μία θεολογία, ἀποτέλεσμα διανοητικῶν διεργασιῶν, ἄρα κτιστὴ καὶ ἀνεπαρκὴς γιὰ τὸν ἄνθρωπο, κατέρρεε στὶς συνειδήσεις πολλῶν μορφωμένων καί, μαζί της, ἡ πίστη τους στὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ. Ὅμως ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία εἶναι ἄλλη.  Ἀλλὰ τὰ κείμενα ποὺ τὴ διασώζουν αὐθεντικὰ σπάνιζαν αὐτὰ τὰ χρόνια.
Ἂν δεῖ κανεὶς τὶς ἐκδόσεις τῆς Τουρκοκρατίας, θὰ διαπιστώσει ὅτι ὁ πιστὸς λαὸς τρεφόταν πνευματικὰ κυρίως ἀπὸ λειτουργικὰ κείμενα, βίους Ἁγίων, μὲ ἀρκετὰ μυθολογικὰ στοιχεῖα, ἠθικολογικὰ κηρύγματα καὶ εὐσεβεῖς διηγήσεις, μὲ κάποιες τους νὰ ἔχουν στοιχεῖα τρόμου. Ὅσο κι ἂν ἀρκετοὶ βίωναν τὴν ἀτμόσφαιρα τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν καὶ δέχονταν τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ ποὺ μετέδιδαν, ἐλάχιστοι καταλάβαιναν πλήρως τὰ κείμενα. Τὰ ἔργα τῶν μεγάλων Πατέρων ἦσαν ἄγνωστα, εἴτε γιατὶ οἱ σχετικὰ λίγες μέχρι τότε ἔντυπες ἐκδόσεις ἤσαν δυσεύρετες, εἴτε γιατὶ τὰ περισσότερα δὲν εἶχαν ἐκδοθεῖ καὶ βρίσκονταν σὲ δυσπρόσιτα χειρόγραφα. Ἕνας λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο βασικὰ κείμενα τῆς Ὀρθοδοξίας παρέμεναν ἀνέκδοτα ἦταν ὅτι, ἐκτὸς ἀπὸ τὴ Βενετία, οἱ ἄλλες ρωμαιοκαθολικὲς πόλεις, ὅπου κυρίως ἐκδίδονταν τὰ ἑλληνικὰ βιβλία, ὑπάκουαν στὶς παπικὲς ἐντολὲς ποὺ δὲν ἐπέτρεπαν τὴν ἔκδοση Ὀρθοδόξων κειμένων, οὔτε κἂν λειτουργικῶν.

Τὸ ἔργο του

Ὁ ἅγιος Νικόδημος πηγαίνει στὸ Ἅγιον Ὄρος τὸ 1775, σὲ ἡλικία 26 ἐτῶν. Ἤδη ἔχει λαμπρὲς σπουδὲς καὶ Ὀρθόδοξη ἀγωγή. Ἀντιλαμβάνεται τὶς δυσκολίες ποὺ ἀντιμετωπίζει τὸ Γένος καὶ μὲ ταπείνωση καὶ αἴσθημα εὐθύνης ἀναλαμβάνει νὰ βοηθήσει, τὸ κατὰ δύναμιν.
Ξέρει ὅτι ὁ λαὸς κινδυνεύει νὰ ἐξισλαμισθεῖ ἢ νὰ φραγκέψει, ὄχι τόσο γιατὶ βρίσκεται μέσα στὴν ἀνέχεια ἢ γιατὶ τοῦ λείπουν τὰ ὄπλα ἢ ἡ πολιτικὴ ὀργάνωση, ὅσο γιατὶ δὲν γνωρίζει σὲ βάθος τὴν πίστη στὴν ὁποία ἐνστικτωδῶς καὶ ἐκ παραδόσεως στηρίζεται. Ξέρει ὅτι αὐτὴ δὲν εἶναι θέμα διανοητικὸ ἀλλὰ βιωματικό. Ὅπως φανερώνουν τὰ πατερικὰ κείμενα καὶ οἱ βίοι τῶν Ἁγίων, ὅσο ἀγωνίζεται κανεὶς τὸν ἀγώνα τῶν πρακτικῶν ἀρετῶν, ὅσο προσπαθεῖ ν᾿ ἀποκτήσει ταπείνωση καὶ ἀγάπη, τόσο ὁ νοῦς τοῦ φωτίζεται ἀπὸ τὸν Θεό, δέχεται τὴ χάρη Του καὶ γεύεται «γνωστῶς καὶ εὐαισθήτως» πράγματα ποὺ ξεπερνοῦν τὴν κτιστὴ καὶ πεπερασμένη φύση του καὶ τὸν εἰσάγουν στὴν αἰωνιότητα. Τότε γίνεται πλούσιος ὑπὲρ πάντα πλοῦτον καὶ δυνατὸς ὑπὲρ πᾶσαν δύναμιν. Δὲν φοβᾶται μήπως τὸν ταπεινώσουν, τὸν ἀπογυμνώσουν ἢ τὸν θανατώσουν, γιατὶ ἤδη ζεῖ μὲ τὸν Θεό, μετέχει στὴν αἰωνιότητα.
Ξέρει ἐπίσης, ὅτι ἡ Ἀλήθεια δὲν ἀλλάζει μὲ τὶς ἐποχές. Μόνο ἡ ἔκφραση καὶ ἡ ὁρολογία μεταβάλλονται, ἀνάλογα καὶ μὲ τὰ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ ὅσων τὴν διατυπώνουν. Ἔτσι, ἀναλαμβάνει νὰ φωτίσει τὸν λαὸ μὲ κείμενα, εἴτε στὴ δημώδη γλώσσα τῆς ἐποχῆς του, εἴτε στὸ πρωτότυπο, μὲ πολλὲς ἐπεξηγήσεις. Ἄλλοι, ὅπως ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, τοῦ ὁποίου ὁ ἀδελφὸς Χρύσανθος ὑπῆρξε δάσκαλος τοῦ Νικοδήμου, τὸ κάνουν μὲ τὸ κήρυγμα καὶ τὴν ἵδρυση σχολείων. Ὁ Νικόδημος τὸ κάνει μὲ τὰ βιβλία του.
Τὸ 1777, σὲ ἡλικία 28 ἐτῶν, ἀναλαμβάνει νὰ ἐλέγξει καὶ ἀποκαθάρει ἀπὸ τὰ λάθη τὸ χειρόγραφο τῆς «Φιλοκαλίας τῶν ἱερῶν νηπτικῶν» ποὺ τοῦ ἐγχειρίζει ὁ ἅγιος Μακάριος Νοταρᾶς, δηλαδὴ τῆς συλλογῆς ἀσκητικῶν καὶ νηπτικῶν κειμένων ἀπὸ τὸν 4ο μέχρι τὸν 14ο αἰώνα, νὰ συντάξει τοὺς βίους τῶν ἀνθολογουμένων συγγραφέων καὶ νὰ γράψει τὸ προοίμιο. Ἡ ἀνθολογία θὰ ἐκδοθεῖ τὸ 1782, θὰ μεταφραστεῖ σὲ πολλὲς γλῶσσες καὶ θὰ ἀποτελέσει βιβλίο ἀναφορᾶς γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη πνευματικότητα. Τὸ 1783 θὰ ἐκδοθεῖ ὁ «Εὐεργετινός», συλλογὴ πιὸ πρακτικῶν ἀσκητικῶν κειμένων ποὺ ἔγινε τὸν 11ο αἰώνα, τὴν ὁποία ὁ Νικόδημος ἀντιγράφει ἀπὸ ἁγιορείτικα χειρόγραφα καὶ ἀποκαθαίρει, συντάσσοντας καὶ πάλι τὸ προοίμιο. Ἀκολουθοῦν ἡ «Ἀλφαβηταλφάβητος» τοῦ ἁγίου Μελετίου τοῦ ὁμολογητοῦ (θὰ ἐκδοθεῖ μόλις τὸ 1928), τὰ ἅπαντα τοῦ ἁγίου Συμεὼν τοῦ νέου θεολόγου, τὸ «Θεοτοκάριον τὸ νέον» (κανόνες πρὸς τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο), τὰ ἅπαντα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τὰ χειρόγραφα τῶν ὁποίων, δυστυχῶς, θὰ χαθοῦν στὴ Βιέννη, ἡ Ἑρμηνεία στὶς ἐπιστολὲς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου (διασκευὴ καὶ ἐμπλουτισμὸς τῆς σχετικῆς ἑρμηνείας τοῦ Θεοφυλάκτου Ἀχρίδος), ἡ Ἑρμηνεία στὶς λοιπὲς ἐπιστολὲς τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἡ Ἑρμηνεία τοῦ Ψαλτηρίου μὲ βάση τὴν ἐξήγηση τοῦ Εὐθυμίου Ζυγαβηνοῦ, ὁ «Κῆπος χαρίτων» (ἑρμηνεία στὶς ἐννέα Ὠδές), τὸ Ἀπάνθισμα ἐκ τῶν Ψαλμῶν, οἱ ἐρωταποκρίσεις τῶν ὁσίων Βαρσανουφίου καὶ Ἰωάννου, τὸ «Ἑορτοδρόμιον» (ἑρμηνεία τῶν κανόνων τῶν δεσποτικῶν καὶ θεομητορικῶν ἑορτῶν) καὶ ἡ «Νέα Κλίμαξ» (ἑρμηνεία τῶν Ἀναβαθμῶν τῆς Ὀκτωήχου).
Μέσα στὴ μέριμνά του γιὰ τὴν πνευματικὴ τροφοδοσία τοῦ δοκιμαζομένου λαοῦ μας, ἐπεξεργάζεται τὸν Συναξαριστὴ τοῦ Μαυρικίου, ἀποκαθαίροντας τὸν ἀπὸ κάποια μυθολογικὰ στοιχεῖα, πλουτίζοντας τὸν μὲ πλῆθος ὑποσημειώσεων καὶ μεταφράζοντας τὸν σὲ μία χυμώδη δημοτική της ἐποχῆς του. (Ἡ γλώσσα αὐτὴ ξένισε τὸν ἐκδότη τῆς δεύτερης ἔκδοσης, ποὺ ἀντικατέστησε πλῆθος λαϊκῶν λέξεων μὲ ἀντίστοιχες τῆς καθαρεύουσας. Εὐτυχῶς σήμερα ἔχουμε τὴν ἔκδοση τοῦ «Δόμου», τὴ μόνη ποὺ ἀναπαράγει τὴν πρώτη.) Ἐκτὸς ἀπὸ τὸν «Συναξαριστὴ τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ», ὅπως τὸν τιτλοφόρησε, ποὺ παρουσιάζει συντετμημένους βίους Ἁγίων, μεταφράζει ἐπιλεγμένους ἐκτενεῖς βίους καὶ τοὺς ἐκδίδει στὸ «Νέον Ἐκλόγιον», φροντίζοντας ἡ γκάμα του νὰ ἐκτείνεται σὲ ὅλους τους αἰῶνες καὶ νὰ περιλαμβάνει ἁγίους ἐπισκόπους, κληρικούς, μοναχοὺς καὶ λαϊκοὺς ποικίλων ἐπαγγελμάτων καὶ κοινωνικῶν θέσεων, γιὰ νὰ ὑποδείξει στὸν καθένα τὸν δρόμο πρὸς τὴν ἁγιότητα. Ἀκόμα, γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσει τὸ πρόβλημα τῶν ἀθρόων ἐξισλαμισμῶν, συλλέγει μαρτυρολόγια τῆς Τουρκοκρατίας, τὰ ἐπιμελεῖται, τὰ μεταφράζει καὶ τὰ ἐκδίδει στὸ «Νέον Μαρτυρολόγιον» τὸ 1799, μὲ ἕνα θαυμάσιο προοίμιο ὅπου προτρέπει τοὺς πιστοὺς νὰ παραμείνουν ἀμετακίνητοι στὴν πίστη, μιμούμενοι τοὺς Νεομάρτυρες, καὶ τοὺς ἀλλαξοπιστήσαντες νὰ ἐπανέλθουν στὴν Ὀρθοδοξία. Τὸ βιβλίο αὐτὸ συντελεῖ στὴν ἀνάσχεση τῶν ἀθρόων ἐξισλαμισμῶν, βοηθᾶ πολλοὺς νὰ ἀποκτήσουν συνείδηση τῆς πίστεώς τους καὶ ὁδηγεῖ ἄλλους, ἀλλαξοπιστήσαντες κυρίως, στὸ μαρτύριο. Τὰ ἁγιολογικὰ ἔργα τοῦ ἁγίου Νικοδήμου σταδιακὰ ἐκτοπίζουν τὶς προγενέστερες συλλογὲς βίων Ἁγίων, ποὺ εἶχαν δεκάδες ἐκδόσεις ἀνὰ τίτλο, καὶ φτάνουν νὰ κυριαρχοῦν στὸν Ὀρθόδοξο χῶρο.
Ἡ ἀγάπη του πρὸς τοὺς Ἁγίους καὶ ἡ μέριμνά του γιὰ τὴ διάδοση τῆς τιμῆς τους στὸν Ὀρθόδοξο κόσμο τὸν ὁδηγεῖ νὰ  συνθέσει πλῆθος Ἀκολουθιῶν (γύρω στὶς 60) ἢ νὰ συμπληρώσει ἤδη ὑπάρχουσες. Οἱ περισσότερες ἀπ᾿ αὐτὲς παραμένουν ἀνέκδοτες καὶ σώζονται σὲ ἁγιορείτικες βιβλιοθῆκες. Ξεχωρίζει ἡ Ἀκολουθία ποὺ συνέθεσε πρὸς τιμὴν τῶν Ὁσίων του Ἄθω, μὲ θαυμαστὸ ἐγκώμιο, ὅπου συνοπτικὰ βιογραφεῖ ὅλους τοὺς Ἁγίους τοῦ Ὄρους. Οἱ Ἀθωνίτες Ὅσιοι γιὰ πρώτη φορὰ ὑμνολογοῦνται κι ἐγκωμιάζονται συλλογικά. Ἐπίσης, ἐκδίδει καὶ τοὺς ὀκτώηχους κανόνες τοῦ Ἰωσὴφ τοῦ ὑμνογράφου στὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Θεολόγο, ἀποκαθαίρει καὶ ἐκδίδει τὸ «Ἐγχειρίδιον» μὲ τὰ ἐγκώμια τοῦ Ἐπιταφίου, καθὼς καὶ τὸ μέγα Εὐχολόγιον, γιὰ νὰ ἔχουν οἱ ἱερεῖς μία εὔχρηστη καὶ ἀκριβῆ ἔκδοση.
Γιὰ νὰ βοηθήσει ἐξομολόγους καὶ ἐξομολογούμενους, συντάσσει καὶ ἐκδίδει τὸ 1794 τὸ «Ἐξομολογητάριον», μὲ συμβουλὲς καὶ γιὰ τοὺς δύο, βάσει τῶν ἱερῶν Κανόνων τῆς Ἐκκλησίας. Ἀργότερα ἀναλαμβάνει τὸ τιτάνιο ἔργο τῆς συλλογῆς καὶ κωδικοποιήσεως αὐτῶν τῶν Κανόνων, καθὼς καὶ τῶν ἑρμηνειῶν τους ἀπὸ τοὺς ἔγκριτους κανονολόγους, τοὺς συνθέτει, παρουσιάζοντας τὴ συμφωνία τῶν συντακτῶν τους, καὶ τοὺς ἐκδίδει στὸ «Πηδάλιον» τὸ 1800, μὲ πλῆθος ὑποσημειώσεων καὶ παραπομπῶν ποὺ μαρτυροῦν τὴν ἐξαίρετη μνήμη καὶ τὶς θαυμαστὲς συνθετικές του δυνατότητες. Αὐτὸ τὸ ἔργο καθοδηγεῖ τοὺς Ὀρθοδόξους ἐξομολόγους ἀνὰ τὸν κόσμο μέχρι σήμερα.
Στὴ μέριμνά του γιὰ τὴν πνευματικὴ καλλιέργεια τῶν πιστῶν, μὴ θέλοντας νὰ προβάλλει τὸν ἑαυτό του, ἐπεξεργάζεται καὶ βιβλία ἄλλων συγγραφέων, συνήθως ἀλλάζοντας τὰ ριζικὰ καὶ πολλαπλασιάζοντας τὸν ὄγκο τους, ὅπως τὸ «Περὶ συνεχοῦς θείας μεταλήψεως» τοῦ Νεοφύτου Καυσοκαλυβίτου καὶ τὰ «Πνευματικὰ γυμνάσματα» καὶ τὸν «Ἀόρατο πόλεμο», τὰ ὁποῖα ἀνακάλυψε ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Νοταρᾶς στὴν πατμιακὴ βιβλιοθήκη, μεταφρασμένα ἀπὸ τὰ ἰταλικά, καὶ τὰ ἔδωσε στὸν ἅγιο Νικόδημο, νὰ τὰ ἐπεξεργαστεῖ καὶ νὰ τὰ ὀρθοδοξοποιήσει.
Τέλος, συντάσσει καὶ ἐκδίδει κάποια ἐντελῶς δικά του ἔργα. Σὲ ἡλικία 32 ἐτῶν, ζώντας ἐρημικὰ στὸ ἐρημονήσι Σκυροπούλα, χωρὶς κανένα βιβλίο μαζί του, συγγράφει τὸ «Συμβουλευτικὸν ἐγχειρίδιον περὶ φυλακῆς τῶν πέντε αἰσθήσεων», ὅπου ἐκθέτει τὴν ἀσκητικὴ καὶ πνευματικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, μὲ πλῆθος ἁγιογραφικῶν καὶ πατερικῶν παραπομπῶν ἀπὸ μνήμης, γιὰ νὰ ἐνισχύσει πνευματικὰ τὸν ἐξάδελφό του Ἰερόθεο, ἐπίσκοπο Εὐρίπου, ποὺ τοῦ τὸ ζήτησε. (Τὸ βιβλίο πρωτοεκδίδεται τὸ 1801.) Ἀργότερα συγγράφει τὴ «Χρηστοήθεια» μὲ ἠθικὲς συμβουλὲς πρὸς τοὺς πιστοὺς (πραγματοποιεῖ πέντε ἐκδόσεις ἀπὸ τὸ 1803 ὡς τὸ 1816), καί, πρὸς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του, γιὰ νὰ ἀπαντήσει στὶς ποικίλες ἐναντίον τοῦ συκοφαντίες, συντάσσει τὴν «Ὁμολογία πίστεως», ὅπου φαίνεται ἡ καθαρότητα τοῦ Ὀρθόδοξου φρονήματός του.
Μέχρι τὸ 1809, ποὺ ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ, δηλαδὴ σὲ διάστημα 32 χρόνων, ὁ ἅγιος Νικόδημος συνέθεσε 120 περίπου ἔργα, ποὺ ἂν ἐκδίδονταν ὅλα μαζί, θὰ συγκροτοῦσαν 30 μεγάλους τόμους. Πολλὰ παραμένουν ἀνέκδοτα, ἐνῶ ἀρκετὰ ἐκδόθηκαν μετὰ θάνατον, λόγω τῶν δυσκόλων περιστάσεων τῆς ἐποχῆς καὶ τῆς ἀνέχειας στὴν ὁποία ζοῦσε ὁ Ἅγιος καὶ οἱ συμμοναστές του. (Κάποια παραχαράχτηκαν ἀπὸ τοὺς ἐπιμελητές τους, λόγω τῆς ἀποστάσεως ἀπὸ τὸν τόπο ἐκδόσεως ἢ τοῦ μεσολαβήσαντος θανάτου τοῦ συγγραφέα.) Ἔτσι, αὐτὸς ὁ ταπεινὸς μοναχὸς ἀναδείχθηκε ὁ πολυγραφότερος Ἁγιορείτης καὶ πιθανότατα ὁ πολυγραφότερος ἀπὸ τοὺς Πατέρες τῆς 2ης μ.Χ. χιλιετίας.
Ἔζησε πολὺ ἀσκητικά, στὴν ἱ. Μονὴ Διονυσίου ἀρχικὰ καὶ σὲ διάφορες καλύβες τῆς Καψάλας στὴ συνέχεια, συνήθως ὡς ὑποτακτικὸς ἢ φιλοξενούμενος ἄλλων γεροντάδων. Κυκλοφοροῦσε ρακένδυτος καὶ μὲ γουρουνοτσάρουχα, αὐτὸς τοῦ ὁποίου τὶς συμβουλὲς ζητοῦσαν πατριάρχες, ἐπίσκοποι ἀλλὰ καὶ ἁπλὸς λαός. Κι ὄχι μόνο δὲν ξυπάστηκε ἀπὸ τὴν ἀναγνώριση, ἀλλὰ καὶ παραπονιόταν γι᾿ αὐτήν. Γι᾿ αὐτὸ καὶ πολλὰ ἀπὸ τὰ βιβλία τοῦ κυκλοφόρησαν ἀνωνύμως ἢ μὲ ὀνόματα κάποιων ἄλλων ποὺ ἐλάχιστα συνέβαλαν γι᾿ αὐτά.
Στὶς ἔριδες γιὰ τὸ θέμα τῶν μνημοσύνων καὶ τῆς συχνῆς θείας μεταλήψεως πῆρε τὸ μέρος τῶν ἀποκαλούμενων «κολλυβάδων», στοιχώντας στὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση, χωρὶς ὅμως νὰ ἐπιτίθεται μὲ ἀνοίκειους χαρακτηρισμοὺς στοὺς ἀντιπάλους του, ὅπως συχνὰ συνέβαινε καὶ ἀπὸ τὶς δύο πλευρές. Γι᾿ αὐτὸ καὶ παρέμεινε στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ δὲν διώχθηκε ὅπως οἱ περισσότεροι ἐπώνυμοι «κολλυβάδες».
Τὸ ἔργο του εἶναι διδασκαλία καὶ μαθητεία Ὀρθοδοξίας. Ἐνῶ θὰ μποροῦσε νὰ συγγράψει πολλά, ἂν κρίνουμε ἀπὸ τὰ τέσσερα καταδικά του βιβλία σὲ πεζὸ λόγο, τὶς χιλιάδες ἐπεξηγήσεις, τὰ πολλὰ προοίμια, ἐγκώμια, πανηγυρικοὺς λόγους καὶ Ἀκολουθίες ποὺ συνέθεσε, προτίμησε ν᾿ ἀφήσει τοὺς προγενέστερούς του Πατέρες νὰ μιλήσουν στὸν λαό, κι αὐτὸς νὰ τοὺς σχολιάζει, ἐπεξηγεῖ, ὑπομνηματίζει, μεταφράζει... Νὰ σημειώσουμε ἐδῶ ὅτι οἱ μεταφράσεις του θυμίζουν αὐτὲς τοῦ Παπαδιαμάντη: Ἔχει τὴν ἐλευθερία νὰ παραλείπει ἢ νὰ προσθέτει ἀποσπάσματα, γιὰ νὰ καθιστᾷ τὸ κείμενο πιὸ εὔληπτο ἤ, σὲ κάποιες περιπτώσεις, περισσότερο Ὀρθόδοξο. Τὸ τελευταῖο συνέβη μὲ τὰ βιβλία «Περὶ συνεχοῦς θείας μεταλήψεως», «Πνευματικὰ γυμνάσματα» καὶ «Ἀόρατος πόλεμος».

Κάποιες ἐνστάσεις

Γιὰ τὰ δύο τελευταῖα ἔχει γίνει κάποιος θόρυβος, ὅτι τάχα εἰσάγουν τὴ ρωμαιοκαθολικὴ εὐσέβεια στὴ χώρα μας. Ὅμως, ἀφενὸς μὲν ὁ ἅγιος Νικόδημος δὲν τὰ μετέφρασε ὁ ἴδιος ἀλλὰ τὰ παρέλαβε σὲ χειρόγραφες μεταφράσεις χωρὶς νὰ γνωρίζει τὸν συγγραφέα τους1 καὶ ἀνέλαβε νὰ τὰ ἐπιμεληθεῖ καὶ ὀρθοδοξοποιήσει, αὐξάνοντας κατὰ πολὺ τὸν ὄγκο τους. Ἀφετέρου δέ, ἦταν κι αὐτὸς τέκνο τῆς ἐποχῆς του καί, ἂν ὑπάρχει κάποια εὐσεβιστικὴ χροιά, αὐτὴ ἀντανακλᾶ τὴν τότε περιρρέουσα ἀτμόσφαιρα.
Τελευταία κατηγορήθηκε μὲ ἔμφαση κυρίως γιὰ τὸ «Πηδάλιον», ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸ «Ἐξομολογητάριον». Ὅμως τὸ ὑλικὸ ποὺ παραθέτει δὲν εἶναι δικό του ἀλλὰ τῶν ἁγίων Πατέρων. Αὐτὸς ἁπλῶς τὸ κωδικοποίησε καὶ τὸ ὑπομνημάτισε. Κι ἂν κάπου ἔχει κάποιες ἀπόψεις ποὺ μπορεῖ νὰ χαρακτηριστοῦν νομικίστικες, αὐτὲς ἀφενὸς μὲν μαρτυροῦν ἐλαφρὰ ἐπιρροὴ τῶν ἀντιλήψεων τῆς ἐποχῆς του, ὅπως προαναφέραμε, ἀφετέρου δὲ εἶναι σταγόνα μπροστὰ στὸν ὠκεανὸ τοῦ ἔργου του. Κι εἶναι πολὺ ἄδικο νὰ μιλᾶ κανεὶς γιὰ «τὸν Θεὸ τοῦ Αὐγουστίνου, τοῦ Ἀνσέλμου καὶ τοῦ Νικοδήμου, τὸν τρομοκράτη Θεὸ τῶν σαδιστικῶν ἀπαιτήσεων δικαιοσύνης»2, τὴ στιγμὴ ποὺ στὰ πολλὰ ἔργα του φαίνεται ἡ συμπαθοῦσα καρδιά του καὶ παρουσιάζεται ὁ Θεὸς ὡς ἐλεήμων καὶ εὔσπλαγχνος. Ἂν δὲ δεῖ κανεὶς μόνο τὸν κατάλογο τῶν πατερικῶν καὶ ἁγιολογικῶν κειμένων ποὺ ἐξέδωσε, ὑπομνημάτισε καὶ μετέφρασε ὁ Ἅγιος, θὰ συνειδητοποιήσει πὼς πρόκειται γιὰ τὸν ἀνθὸ τῆς ἀσκητικῆς καὶ νηπτικῆς γραμματείας τῆς Ἐκκλησίας μας, τὰ ὁποῖα κάθε ἄλλο παρὰ ἕνα θεὸ τιμωρό, σὰν τοῦ Ἀνσέλμου, παρουσιάζουν. Κι αὐτὴ ἡ συνειδητὴ ἐπιλογὴ τοὺς μᾶς ὑποψιάζει λίγο γιὰ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς καὶ τὶς πεποιθήσεις τοῦ Ἁγίου. Τὸ ἴδιο μαρτυροῦν κι οἱ Ἀκολουθίες του.

Ἡ πνευματικὴ κληρονομιά του

Ἡ Φιλοκαλία, ποὺ μεταφράστηκε ταχύτατα ἀπὸ τὸν ἅγιο Παΐσιο Βελιτσκόφσκι καὶ διαδόθηκε σὲ λίγα χρόνια στὴ Μολδαβία καὶ στὴ Ρωσία, ἄλλαξε ἄρδην τὴν πνευματικὴ ζωὴ μοναστηριῶν, ἀσκητῶν καὶ λαϊκῶν. Πυροδότησε τὴν ἐμφάνιση μεγάλων στάρετς ποὺ πολέμησαν τὴν ἐκκοσμίκευση ἱ. μονῶν καὶ σκητῶν καὶ τὶς ἔκαναν κέντρα ἀσκητισμοῦ καὶ πνευματικότητας ὅπου καθημερινὰ προσέτρεχαν πλήθη πιστῶν γιὰ πνευματικὴ καθοδήγηση. Τὴ μεγαλύτερη ἀκμὴ παρουσίασε ἡ μονὴ τῆς Ὄπτινα κι ἕναν ἀπὸ τοὺς στάρετς αὐτῆς τῆς μονῆς σκιαγραφεῖ ὁ Ντοστογιέφσκι στὸ πρόσωπο τοῦ Ζωσιμᾶ τῶν «Ἀδελφῶν Καραμαζώφ». Ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὶς σημειώσεις του, ὁ ρῶσος συγγραφέας εἶχε μελετήσει ἀρκετὴ νηπτικὴ γραμματεία (ἰδιαίτερα τὸν ἀββᾶ Ἰσαὰκ τὸν Σύρο). Ἡ καλλιέργεια τοῦ ρωσικοῦ λαοῦ διὰ τῶν στάρετς, τῆς Φιλοκαλίας καὶ τῶν λοιπῶν πνευματικῶν συγγραμμάτων, τὸν βοήθησε νὰ βιώσει βαθύτερα τὴν Ὀρθόδοξη παράδοσή του καὶ ν᾿ ἀντέξει τὴ λαίλαπα τοῦ «ὑπαρκτοῦ σοσιαλισμοῦ» καὶ τὶς δεκαετίες διωγμῶν ποὺ ἀκολούθησαν. Κάποιοι στάρετς, ποὺ ζοῦσαν στὶς πόλεις ἄγνωστοι γιὰ τοὺς πολλούς, βοήθησαν τοὺς ἁπλοὺς πιστοὺς ν᾿ ἀνταπεξέλθουν τὶς δοκιμασίες καὶ μεταλαμπάδευσαν τὸ πνεῦμα τῆς Φιλοκαλίας μέχρι σήμερα ποὺ μία νέα ἄνθιση Ὀρθόδοξης πνευματικότητας καὶ μοναχισμοῦ παρουσιάζεται στὴ Ρωσία.
Στὴν Ἑλλάδα ἡ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Νικοδήμου ζωογόνησε τὸν λαὸ μὲ τὰ καθάρια νάματα τῆς Παραδόσεώς μας, τὸν ἐνίσχυσε ν᾿ ἀντέξει τὸ ὑπόλοιπο τῆς Τουρκοκρατίας, ὄχι μόνο νὰ μὴ χάσει τὴν πίστη του, ἀλλὰ καὶ νὰ τὴ ζήσει βαθύτερα. Τοῦ ἔδωσε καὶ τὴ δύναμη νὰ μὴ λυγίσει ἀπὸ τὴ λαίλαπα τῆς βαυαροκρατίας ποὺ ἔκλεισε τὰ 4/5 τῶν μοναστηριῶν τοῦ νεοσύστατου κράτους, ὅριζε κατὰ βούλησιν τὰ μέλη τῆς Ἱ. Συνόδου, τὴν ἀνάγκασε νὰ συστήσει στοὺς κάτω τῶν 40 ἐτῶν μοναχοὺς καὶ μοναχὲς τῶν καταργημένων μοναστηριῶν νὰ παντρευτοῦν, πούλησε τὰ ἱερὰ κειμήλιά τους στὰ παζάρια, κατεδάφισε 70 ἱ. ναοὺς στὴν Ἀθήνα καὶ προσπάθησε νὰ εἰσαγάγει ἀλλότρια ἤθη.
Οἱ περισσότεροι «κολλυβάδες», μετὰ τὸν διωγμό τους ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος, διασκορπίστηκαν στὰ νησιὰ τοῦ Αἰγαίου. Ἐκεῖ ἵδρυσαν μοναστήρια ποὺ λειτουργοῦσαν κατὰ τὸ ἁγιορείτικο τυπικό, μὲ ἔμφαση στὴ λατρευτικὴ ζωή, στὴν εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ καὶ στὴ συχνὴ θεία μετάληψη, καὶ ἔθεσαν τὴ σφραγίδα τους στὶς τοπικὲς κοινωνίες. Στὸ Ἅγιον Ὄρος αὐτὲς οἱ τάσεις συνεχίστηκαν περισσότερο στὶς ἀσκητικὲς καλύβες, παρὰ στὰ μοναστήρια καὶ στὰ κελλιὰ μὲ τὶς μεγάλες συνοδεῖες καὶ τὶς πολλὲς δραστηριότητες. Ἐπανῆλθε ὅμως τὸ «κολλυβάδικο» πνεῦμα καὶ ἡ συχνὴ θεία μετάληψη στὰ μοναστήρια, μὲ τὴ μετατροπὴ κάποιων ἀπ᾿ αὐτά σε κοινόβια καὶ τὴν ἔλευση νέων ἀδελφοτήτων σὲ ἄλλα στὶς δεκαετίες τοῦ 1970 καὶ τοῦ 1980.
Ἕνα ἄλλο φαινόμενο τὸ ὁποῖο ποθοῦσε καὶ εὐχόταν ὁ ἅγιος Νικόδημος πραγματοποιήθηκε ἀπὸ τοὺς μαθητές του στὰ προεπαναστατικὰ καὶ στὰ πρῶτα μετεπαναστατικὰ χρόνια. Ἐννοῶ τὴν ἀναβίωση τοῦ γυναικείου μοναχισμοῦ στὰ νησιά, μὲ τὴν ἵδρυση πολλῶν μοναστηριῶν, ποὺ ὁδήγησε στὴ σημερινὴ ἄνθισή του πανελληνίως.
Τὰ ἔργα τοῦ ἁγίου Νικοδήμου κυριαρχοῦν στὴν ἐκδοτικὴ παραγωγὴ τῶν χρόνων 1782-1819, ὅταν ἐκδίδονται τὰ περισσότερα βιβλία του. Ὅπως σημειώνει ὁ Φίλιππος Ἠλιοῦ, τὴν περίοδο τοῦ ὕστερου Διαφωτισμοῦ (1801-1820), παρ᾿ ὅλο ποὺ ἡ κυκλοφορία τοῦ κοσμικοῦ βιβλίου εἶχε αὐξηθεῖ σημαντικότατα σὲ σχέση μὲ τὸ παρελθόν, τὸ 41% τῶν ἑλληνικῶν ἐκδόσεων εἶναι θρησκευτικές3 (ἂν ὅμως ὑπολογίσει κανεὶς τὸν ἀριθμὸ τῶν ἀντιτύπων κάθε βιβλίου, ξεπερνοῦν σημαντικὰ τὸ μισὸ τῶν τυπωμένων σωμάτων). Μέσα σ᾿ αὐτὲς κυριαρχοῦν τὰ νικοδημικὰ βιβλία. Τὴν ἴδια περίοδο στὸ Ἅγιον Ὄρος, στὴν Πελοπόννησο καὶ στὰ νησιὰ ἡ συντριπτικὴ πλειοψηφία τῶν συνδρομητῶν τῶν ἐκδιδομένων βιβλίων παραγγέλνει ἔργα τοῦ ἁγίου Νικοδήμου, ὅπως προσθέτει ὁ Ἠλιοῦ4. Ἂν ἑξαιρέσουμε τὸν Ἄθω, οἱ ἄλλες δύο περιοχὲς θ᾿ ἀποτελέσουν τὰ 2/3 τοῦ νεοσύστατου κράτους. Μᾶλλον δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι οἱ κάτοικοί τους, μὲ τὴν ἀπελευθέρωση καὶ ἐν ὄψει τῶν δοκιμασιῶν ποὺ προανέφερα, θὰ εἶναι μπολιασμένοι στὴν Ὀρθοδοξία ἀπὸ τὰ νικοδημικὰ ἔργα. Ὁ Παπαδιαμάντης καὶ ὁ Μωραϊτίδης, ὁ μείζων καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς σημαντικότερους πεζογράφους τοῦ 19ου αἰώνα, εἶχαν πολλοὺς συγγενεῖς ἡγουμένους καὶ μοναχούς, μυήθηκαν ἀπ᾿ αὐτοὺς στὴν Ὀρθόδοξη πνευματικότητα, τὴν παρουσίασαν σαρκωμένη στὴ ζωὴ καὶ στὰ κείμενά τους καὶ ποδηγετοῦν ἀκόμα τοὺς Ἕλληνες (ἂς θυμηθοῦμε τὴ ρήση τοῦ Ἐλύτη: «Ὅταν βρίσκεστε σὲ δύσκολες στιγμές, ἀδελφοί, μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό, μνημονεύετε Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη.»).
Ἔτσι, τὰ νάματα τοῦ ἁγίου Νικοδήμου μᾶς ἀρδεύουν μέχρι σήμερα. Ἡ «πνευματικὴ» ἡγεσία τοῦ τόπου ὅμως θέλει νὰ τὸν ξεχάσουμε. Τὰ σχολικὰ βιβλία, ἐνῶ ἀσχολοῦνται μὲ ἐλάσσονες λογίους του Διαφωτισμοῦ, ποὺ ἐλάχιστα ἐπηρέασαν τοὺς Ἕλληνες τῆς ἐποχῆς τους, ἂν κρίνουμε ἀπὸ τὴν κυκλοφορία καὶ διάδοση τῶν βιβλίων τους, δὲν ξέρω ἂν ἀναφέρουν κἂν τὸν ἅγιο Νικόδημο ἢ τὸν μέγα ἀπόστολο τοῦ Γένους ἅγιο Κοσμᾶ τὸν Αἰτωλό, ποὺ δέσποσαν στὶς συνειδήσεις τῶν πολλῶν κατὰ τὴν προεπαναστατικὴ περίοδο. (Εἶναι χαρακτηριστικὸ πὼς ὁ Κ. Θ. Δημαρᾶς, εἰσηγητὴς αὐτῆς τῆς τάσης στὴν Ἑλλάδα, ἐνῶ, ἀπὸ τὶς 946 σελίδες τῆς «Ἱστορίας τῆς νεοελληνικῆς λογοτεχνίας», ἀφιερώνει κοντὰ στὶς ἑκατὸ στοὺς λογίους του Διαφωτισμοῦ, δίνει μόλις μία καὶ κάτι στὸν ἅγιο Κοσμᾶ καὶ τρεισήμισι στὸν Παπαδιαμάντη, προσπαθώντας ἐμφανῶς ν᾿ ἀπαξιώσει τὸ ἔργο του μὲ ὅσα γράφει γι᾿ αὐτόν. Τὸν δὲ ἅγιο Νικόδημο, τὸν συγγραφέα μὲ τὶς μεγαλύτερες κυκλοφορίες κατὰ τὴν περίοδο 1782-1845, οὔτε ποὺ τὸν μνημονεύει!)
Τὸν Παπαδιαμάντη τὸν ἐπανέφεραν δυναμικὰ στὸ προσκήνιο οἱ ὁμότεχνοί του, καὶ σήμερα θεωρεῖται ὁ μέγιστος τῶν πεζογράφων μας, κάτι ποὺ ὁ Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος ἀποκάλεσε «νίκη τῶν ποιητῶν». Θὰ ἔλεγα, καὶ νίκη τοῦ ἁγίου Νικοδήμου, ἀπὸ τὸ πνευματικὸ περιβάλλον τοῦ ὁποίου ξεπήδησε ὁ κὺρ Ἀλέξανδρος.

Σημειώσεις

1. Βλ. Ἐμμ. Φραγκίσκου, «Ἀόρατος Πόλεμος» (1796), «Γυμνάσματα Πνευματικὰ» (1800). Ἡ πατρότητα τῶν «μεταφράσεων» τοῦ Νικοδήμου Ἁγιορείτη, «Ὁ Ἐρανιστής», ἔτος ΚΕ-ΛΑ, τόμος 19 (1993), σ. 104.
2. Χρήστου Γιανναρᾶ, Ὀρθοδοξία καὶ Δύση στὴ Νεώτερη Ἑλλάδα, Ἀθήνα 1992, σ. 206. Ὁ Γιανναρᾶς γράφει πὼς ὁ ἅγιος Νικόδημος «ἐπιλέγει, μεταφράζει καὶ ἐκδίδει, σὰν βιβλία “ψυχοφελέστατα” γιὰ τοὺς Ὀρθοδόξους, δύο τυπικὰ ρωμαιοκαθολικὰ ἐγχειρίδια» (ὅ.π., σ. 199), ἀγνοώντας, ὅπως προκύπτει ἀπὸ μελέτες, μεταγενέστερες τοῦ βιβλίου του (τοῦ Ἐμμ. Φραγκίσκου, ὅ.π., ἀλλὰ καὶ τοῦ Κ. Παπουλίδη, Ἁγιορειτικά, Ἅγιον Ὄρος 1993, σσ. 125-127) ὅτι ὁ Ἅγιος ἔχει ἀλλάξει ἄρδην τὸ περιεχόμενό τους, προσθέτοντας καὶ πολὺ νικοδημικὸ ὑλικό. Π.χ., τὰ «Πνευματικὰ γυμνάσματα» ἀπὸ ἕνα τευχίδιο τῶν 30 σελίδων, μεταμορφώθηκαν σὲ τόμο τῶν 650.
3. Φίλιππου Ἠλιοῦ, Ἑλληνικὴ Βιβλιογραφία τοῦ 19ου αἰώνα. Τόμος 1ος, 1801-1818, Ἀθήνα 1997, σσ. νστ-νζ.
4. ὅ.π., σ. νστ.



AΠΟ ΕΔΩ

Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίου 2011

Η «φιλοκαλική» Αναγέννηση και η επίδρασή της στην Ορθόδοξη Ευρώπη


Του Γιώργου Καραμπελιά

Οι Κολυβάδες επανενεργοποίησαν ένα σημαντικό ιδεολογικό και πολιτισμικό ρεύμα του οποίου οι επιδράσεις ξεπερνούν τα όρια του ελληνικού χώρου και φθάνουν στη Ρωσία, μέσω μιας διαφορετικής «αναγέννησης», την οποία φαίνεται να αγνοούν ή να παρασιωπούν οι ιστορικοί μας, της «Φιλοκαλλικής Αναγέννησης». Πράγματι η επίδραση των Κολυβάδων στην διαμόρφωση της ιδεολογίας του σλαβόφιλου και αντιδυτικού πνεύματος, σε όλο τον ορθόδοξο χώρο και κατεξοχήν στη Ρωσία, αποσιωπάται συστηματικά  και παραμένει άγνωστη…


Η έκδοση από τον Μακάριο Νοταρά και τον Νικόδημο Αγιορείτη της Φιλοκαλίας, μια συλλογής μεταφρασμένων στα νεοελληνικά κειμένων των Πατέρων της εκκλησίας, που έως τότε κείτονταν ξεχασμένοι σε παλιά χειρόγραφα στο Άγιο Όρος και αλλού, υπήρξε τουλάχιστον ισάξιας σημασίας με την έκδοση των αρχαίων ελληνικών κειμένων από τον Κοραή και τον Δούκα. Εγκαινίαζε μια πνευματική παράδοση που στη νεώτερη Ελλάδα επανεύρισκε το νήμα του ριζικού αντιδυτικισμού, εκεί που το είχε αφήσει ο Γρηγόριος ο Παλαμάς και έτσι θεμελίωνε μια παράδοση που περνώντας από τον Παπουλάκο και τον Παπαδιαμάντη, θα φθάνει μέχρι τη σύγχρονη Νέο-ορθοδοξία. Έριχνε πνευματικές γέφυρες προς τον ορθόδοξο κόσμο των Βαλκανίων και της Ρωσίας, που σε μεγάλο βαθμό είχαν διακοπεί μετά  την Άλωση, φθάνοντας μέχρι τον Ντοστογιέφσκυ, τον Μπερντιάγιεφ και τη σύγχρονη ρώσικη σχολή.
Δεν είναι προφανώς τυχαίο πως η πνευματική αναγέννηση του ελληνισμού είναι σφαιρική και  καθολική, δεν κατευθύνεται μόνο προς την παιδεία του Διαφωτισμού, προς την επιστροφή στους Αρχαίους Έλληνες, αλλά επεκτείνεται και στην «επιστροφή» στους Πατέρες της Εκκλησίας και την πνευματική παράδοση του Βυζαντίου.
Αυτό το πνευματικό γεγονός, που παρασιωπήθηκε συστηματικά, απορρίπτει την κοινωνία και τις ιδεολογικές αρχές του αναπτυσσόμενου δυτικού κόσμου και κηρύττει την επιστροφή σε έναν κόσμο που θα διαπνέεται από τις παλιές αξίες του Βυζαντίου και του ορθόδοξου μοναχισμού. Αυτό το πνευματικό ρεύμα δεν θα περιοριστεί, όπως μπορούμε να πιστέψουμε με μια πρώτη ανάγνωση, στο κίνημα του Παπουλάκου, ή το θρησκευτικό-πολιτικό κίνημα του Απόστολου Μακράκη. Θα προσελκύσει ή θα επηρεάσει προσωπικότητες όπως ο Κολοκοτρώνης – που φυλακίστηκε για συνομωσία –, ο Νικηταράς – που υπήρξε μέλος της «Φιλορθόδοξης Εταιρείας» και διώχθηκε ως συνωμότης – και ο Μακρυγιάννης, και θα έχει ως πνευματικό του τέκνο τους δύο σημαντικότερους νέο-έλληνες πεζογράφους, τον… Μακρυγιάννη και τον Παπαδιαμάντη.
Και όμως ένα τέτοιο ρεύμα, το μοναδικό που στη νεοελληνική ιστορική διαδρομή που θα επιδράσει καθοριστικά και εκτός Ελλάδας, και μάλιστα σε ολόκληρο τον ορθόδοξο κόσμο, θα παραμένει άγνωστο και θα αποσιωπάται. Γιατί δεν διαθέτουμε, ιδιαίτερα στους τομείς των κοινωνικών επιστημών, μια διανόηση που να μελετάει τα ελληνικά φαινόμενα. Η διανόηση στις κοινωνικές επιστήμες μεταφέρει, αναπαράγει, αλλά σπανίως παράγει.
Στην περίοδο που πραγματευόμαστε η επίδραση των Κολλυβάδων και του κινήματος τους θα είναι αποφασιστική. Ο κυριότερος αγωγός του θα είναι ο Παΐσιος Βελιτσκόφσκι, Ουκρανός μοναχός, που έμεινε για πάνω από εικοσιπέντε χρόνια στο Άγιο Όρος, από το 1746 έως το 1763, και αφού έμαθε τα ελληνικά ήρθε σε επαφή με τα κείμενα των Πατέρων και των ησυχαστών.
Στη συνέχεια μαζί με εξηντατέσσερεις μοναχούς μολδοσλαβικής καταγωγής επέστρεψαν στη Ρουμανία όπου, με την βοήθεια του ηγεμόνα Κωνσταντίνου Μουρούζη, ανέδειξαν την μονή Νεάμτσου σε κέντρο του ορθόδοξου μοναχισμού, η οποία διέθετε σχολή ελληνικής γλώσσας και ανέλαβε την μετάφραση τόσο της Φιλοκαλίας στα σλαβονικά όσο και πολλών άλλων κειμένων. Η μονή Νεάμτσου επέβαλε παράλληλα και μια μορφή μοναστικού κοινοβίου, με βάση τα πρότυπα του Αγίου Όρους, όπου ίσχυε η απόλυτη κοινοκτημοσύνη, η νοερά προσευχή και η από κοινού μελέτη των έργων των πατερικών κειμένων. Στον αρχόμενο 19o αιώνα η ρωσική μονή Όπτινα, μια από τις τουλάχιστον 103 ρωσικές μονές που ακολουθούσαν τη σχολή του Παϊσίου, στελεχωμένη με μαθητές του, μεταβλήθηκε στο κέντρο της εισαγωγής στη Ρωσία της Φιλοκαλίας και των κειμένων της ελληνικής ορθόδοξης παράδοσης. Η μονή της Όπτινα αποτέλεσε και την έδρα ορισμένων από τους μεγαλύτερους στάρτσκι της ρωσικής παράδοσης τον 19o αιώνα, όπως του Μακάριου και του Αμβρόσιου. Όταν ο φιλόσοφος Ιβάν Βασίλιεβιτς Κιρεγέφσκι (1806-1856), που είχε χρηματίσει μαθητής του Σέλλινγκ και του Σλεϊερμάχερ στη Γερμανία, έλθει σε επαφή με τον «στάρετς» Μακάριο της Όπτινα θα πραγματοποιηθεί η μετάβαση από το πεδίο της θρησκείας στη φιλοσοφία. Ο Κιρεγέφσκι μαζί με τον φίλο του και ομοϊδεάτη Xομιακώφ θα θεωρηθούν οι ιδρυτές του ρεύματος των σλαβοφίλων. Το κύριο έργο του Κιρεγέφσκι και του Μακάριου θα είναι η έκδοση των σλαβονικών μεταφράσεων του Βελιτσκόφσκι των κειμένων των Ελλήνων πατέρων καθώς και νέων στα ρωσικά,. Ανάμεσα στα άλλα έργα που εξέδωσαν ήταν και εκείνο του Αρχιεπισκόπου Νικηφόρου Θεοτόκη, Τέσσαρες κατηχητικοί λόγοι προς μοναχήν, το οποίο εξεδόθη σε δύο εκδόσεις το 1848 και το 1849, στη μετάφραση του Βελιτσκόφσκι.
Η απόπειρα μιας «ανατολικής οδού» προς τη νεωτερικότητα
Το λεγόμενο ρεύμα των «σλαβοφίλων», που θα συκοφαντηθεί ως «σκοταδιστικό» σε ό,τι αφορά στους ιδρυτές του, τους Ακσάκωφ, Κιρεγέφσκι και Χομιακώφ, θα επιχειρεί μία σύζευξη της ρώσικης και ορθόδοξης ταυτότητας με την νεωτερικότητα και την παγκοσμιότητα. Μάλιστα οι περισσότεροι από τους επιφανείς οπαδούς του χρημάτισαν ενθουσιώδεις οπαδοί του Χέγκελ και του Σέλλινγκ. Ο Αλεξέι Στεπάνοβτς Χομιακώφ (1804-1860) που ανάμεσα στους δασκάλους του περιλαμβανόταν και ένας Έλληνας λόγιος, επέκρινε τον καπιταλισμό και τον σοσιαλισμό, θεωρώντας τους ως παραλλαγές της ίδιας κοσμοθεωρίας. Το όραμά του ήταν μια οργανική κοινωνία-κοινότητα, που θα συνδυάζει την ελευθερία και την αναγκαιότητα-συνεργασία και αποδιδόταν με έναν όρο που έγινε πασίγνωστος στη συνέχεια, «σομπορνόστ», (αλληλεγγύη και ομοφωνία ταυτόχρονα). Ο Κιρεγέφσκι όπως και ο Χομιακώφ θα καταδιωχθούν από το ρωσικό καθεστώς. Για τον Κιρεγέφσκι η δυτική φιλοσοφία οδηγείται σε ένα αδιέξοδο. Απέναντι σε αυτό το διέξοδο ο «καλλιεργημένος Ρώσος θα βρει στα βάθη μιας ιδιαίτερης φιλοσοφίας, που παραμένει ζώσα στην φιλοσοφία των αγίων της εκκλησίας, τις πιο ολοκληρωμένες απαντήσεις». «Στην παλιότερη ζωή της πατρίδας του, θα του δοθεί η δυνατότητα να κατανοήσει την ανάπτυξη ενός άλλου πολιτισμού».
Ο μεγάλος Ρώσος ιστορικός Ριαζανόφσκυ θα δείξει πως οι «σλαβόφιλοι δημιούργησαν έναν ορθόδοξο και ρωσικό αυθεντικό ρομαντισμό. Οι απόψεις του Χομιακώφ αποδίδονται με τον καλύτερο τρόπο στην ακόλουθη περιγραφή του Α. Οσσίπωφ:
Ο Χομιακώφ θέλει μονίμως να υποδεικνύει ότι η Εκκλησία είναι ένας ζωντανός οργανισμός και όχι ένας μηχανισμός, ένα ζωντανό σώμα, που αποτελείται από ένα άπειρο πλήθος κυττάρων ομοουσίων μεταξύ τους και όχι από ένα εξωτερικό άθροισμα ταυτόσημων στοιχείων, ακόμα και εάν έχουν συναρθρωθεί αρμονικά. Σε αυτή την ιδέα ο Χομιακώφ και όλοι οι ομοϊδεάτες του διαβλέπει τη λύση ενός από τα σημαντικότερα κοινωνικά και θεολογικά προβλήματα, αυτό της ελευθερίας του ατόμου μέσα στην κοινωνία […]
Ο Χομιακώφ επιμένει διαρκώς πάνω στην προτεραιότητα της αγάπης, στην θεμελιώδη σημασία της για όλες τις όψεις της ζωής της Εκκλησίας και της κοινωνίας […] Η αλήθεια δεν αποκαλύπτεται ούτε στον αυτόνομο, ανεξάρτητο χριστιανό, ούτε στην κοινωνία, ούτε στην μεγαλοφυΐα, αλλά στον αμοιβαίο έρωτα, δηλαδή στην αγία και καθολική Εκκλησία.
Σε ότι αφορά στους μεγάλους Ρώσους συγγραφείς του 19ου αιώνα, εδώ η επίδραση της ορθόδοξης παράδοσης θα είναι άμεση. Στη μονή της Όπτινα θα συχνάζουν οι συγγραφείς Νικολάϊ Γκόγκολ και, ο Κωνσταντίν Λεόντιεφ, που θα γίνει μοναχός στο τέλος της ζωής του, ο Λέον Τολστόϊ, ο Βλαντιμίρ Σολοβιώφ. Όσο για τον Ντοστογιέφσκι, όχι μόνο θα επηρεαστεί βαθύτατα από το πνεύμα της Φιλοκαλίας και από τους στάρτσκι της Όπτινα, Μακάριο και Αμβρόσιο, αλλά θα τους μεταβάλει, και σε ήρωες των βιβλίων του και σε πρότυπο του στάρετς Ζωσιμά των Αδελφών Καραμαζώφ.
Δυστυχώς δεν μπορούμε εδώ να επεκταθούμε περισσότερο πάνω στην επίδραση, άμεση και έμμεση, τόσο του εθνικο-απελευθερωτικού και διαφωτιστικού ρεύματος και των Κολυβάδων στην Ανατολική Ευρώπη, αλλά ελπίζουμε ότι υπογραμμίσαμε τουλάχιστον μια αγνοημένη παράμετρο ιδιαίτερα σημαντική για την ελληνική πνευματική ζωή· ίσως επρόκειτο για την τελευταία φορά που η ελληνική οικουμένη θα επιδράσει τόσο ουσιαστικά στον γεωπολιτικό και πολιτισμικό της περίγυρο.

* Απόσπασμα από το ανέκδοτο (τότε) βιβλίο του συγγραφέα: Η Ελληνική Αναγέννηση, 1700-1922, Μέρος Α΄ Ο φωτισμός και η παλιγγενεσία (1700-1821). Αναδημοσίευση από το αφιέρωμα «Το πνευματικό κίνημα των Κολλυβάδων», στο περιοδικό “Πειραϊκή Εκκλησία”, τχ 205, Ιούνιος 2009.

ΠΗΓΗ: Τρίτη, 30 Αύγουστος 2011, Πρώτη διαδικτυακή ανάρτηση: Αντίφωνο
από αποικία ορεινών μανιταριών

Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου 2011

Όσιος Αθανάσιος ο Πάριος





Γεννήθηκε στο χωριό Κώστος της Πάρου το 1721 από ευκατάστατους γονείς. Ο πατέρας του Απόστολος Τούλιος καταγόταν από τη Σίφνο και είχε άλλα τρία παιδιά. Στο νησί του έμαθε τα πρώτα γράμματα από ρασοφόρους των εκεί μονών. Η Πάρος του έδωσε το επίθετό του.
Το 1745 μεταβαίνει για σπουδές στην περίφημη Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης, όπου παραμένει επί εξαετία. Τότε δίδασκαν εκεί οι γνωστοί παραδοσιακοί δάσκαλοι Ιερόθεος Δενδρινός ο Ιθακήσιος και Χρύσανθος Καραβίας, οι οποίοι τον επηρέασαν αρκετά στην υγιή εντρύφηση του κάλλους της Ορθοδόξου Παραδόσεως.
Το 1751 έφθασε στο Άγιον Όρος, στην επίσης ξακουστή Αθωνιάδα Σχολή, που είχε ιδρύσει πλησίον της μεγάλης και πλούσιας μονής του ο αρχιμανδρίτης Μελέτιος Βατοπαιδινός, με καθηγητή του τον πολύ Ευγένιο Βούλγαρη και συμμαθητή του τον άγιο Κοσμά τον Αιτωλό. Η εξάχρονη φοίτηση του Αθανασίου στην Αθωνιάδα ήταν γόνιμη και τον βοήθησε πολύ στην κατοπινή του πορεία. Σε αυτό συνέβαλε ιδιαίτερα η μαθητεία του στον Βούλγαρη.
Το 1758 αναλαμβάνει τη διεύθυνση της Σχολής του Ελληνομουσείου της Θεσσαλονίκης επί διετία. Η εκεί καταστρεπτική ασθένεια της πανώλης τον αναγκάζει ν’ αναχωρήσει για την Κέρκυρα και να μαθητεύσει ξανά στον Νικηφόρο Θεοτόκη. Από εκεί προσκαλείται από τον συμμαθητή του Παναγιώτη Παλαμά στο Μεσολόγγι ως ιεροκήρυκας. Επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη το 1767 και διευθύνει το Ελληνομουσείο μέχρι το 1770, όπου έχουμε την έκρηξη επαναστάσεως. Καταφεύγει στη γνωστή φίλη αθωνική ησυχία, μένει για λίγο στη μονή Ιβήρων και αναλαμβάνει τη διεύθυνση της Αθωνιάδος Σχολής (1771-1776). Την εποχή αυτή χειροτονείται ιερέας από τον επίσκοπο Κορίνθου Μακάριο Νοταρά, με τον οποίο θα συνεργασθεί και συναγωνισθεί στο θέμα της διατηρήσεως και επανόδου των ιερών θεσμών της Ορθοδόξου Παραδόσεως, «αναδεικνυόμενος απολογητής και μαχητικός ηγέτης των Κολλυβάδων». Ο σοφός Αθανάσιος «εμφανίζεται ως σθεναρός υπέρμαχος του ορθού και της αλήθειας, εις την περίπτωσιν αυτήν προσπαθεί να συμβιβάση τις αντιμαχόμενες παρατάξεις, να αμβλύνη τις διαφορές και να ενώση τα διεστώτα». Δυστυχώς η στάση του Αθανασίου παρεξηγήθηκε, και κατόπιν συκοφαντικών εισηγήσεων από ψευδαδέλφους καταδικάσθηκε το 1776 από το Οικουμενικό Πατριαρχείο ότι εισηγείται ετεροδιδασκαλίες. Έτσι απομακρύνεται λυπημένος από το φίλτατο Άγιον Όρος.
Στη Θεσσαλονίκη αναλαμβάνει πάλι τη διεύθυνση του Ελληνομουσείου. το 1781 αποκαθίσταται από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και εγκωμιάζεται ως «ανήρ ων ου των ευκαταφρονήτων σοφίας τε μετεσχηκώς της θύραθεν και της καθ’ ημάς και καλώς μεμυημένος τα θεία και ευπαιδευσία τω όντι τη καθηκούση κεκοσμημένος». Μάλιστα τον καλούν στη Μεγάλη του Γένους Σχολή και του προτείνουν επισκοποποίηση. Εκείνος ειλικρινά και ταπεινόφρονα τους απαντά: «Τας μεν αρχιερατείας τιμώ και προσκυνώ, αλλά δεν είμαι άξιος. Αν εκαταλάμβανα ότι έκαμα περισσότερον καρπόν εις την Βασιλεύουσαν πόλιν, ήθελα έλθει αυτόκλητος· άφετέ με, παρακαλώ, εδώ εις τα πέριξ να ωφελώ όσον δύναμαι τους αδελφούς μου και το Γένος μου».
Το 1787 μεταβαίνει στη Χίο, όπου θα παραμείνει έως της μακαρίας κοιμήσεώς του, διδάσκων, κηρύττων, συγγράφων, λειτουργών, προσευχόμενος και ασκούμενος.
Ο όσιος Αθανάσιος ο Πάριος, κατά τις δύο περίπου εξαετίες της παραμονής του στην Αθωνιάδα, την πρώτη φορά ως μαθητής άριστος και τη δεύτερη ως σχολάρχης εξαίρετος, μελετά με φιλοπονία και ετοιμάζεται για μεγάλο έργο. Γράφει ένας των βιογράφων του: «Άπληστος και ακαταπόνητος στη φιλομάθειά του, καταγίνεται εντατικά στις ιδιαίτερές του αυτές μελέτες με την έρευνα της ελληνικής ιστορίας και της κλασσικής παιδείας… ερευνά τις βιβλιοθήκες της Σχολής και όλων των αγιορειτικών μονών… καταρτίζεται λοιπόν η γεμάτη από άγιους οραματισμούς αυτή καρδιά και διάνοια και για “εργάτης του Ευαγγελίου”. Εξασκείται εντατικά και συστηματικά στο θείο κήρυγμα, για να «ωφελήση», όπως συχνά εδήλωνε «το Γένος του». Είναι πλασμένος για ιεραπόστολος και εθναπόστολος».
Όπως αναφέραμε, ο όσιος Αθανάσιος υπήρξε ενεργό, δραστήριο, τολμηρό και άφοβο μέλος της ευκλεούς τριάδος, μετά του Μακαρίου και Νικοδήμου, των Κολλυβάδων. «Η προσωνυμία τούτη έλαβε από τότε χαρακτήρα ιερό, τίτλο τιμής, για τους μεγάλους αυτούς ανακαινιστές… Κολλυβάς έγινε ταυτόσημο μέ το αναδημιουργός. Γιατί πραγματικά οι Κολλυβάδες εζητούσαν αλλαγές. Όχι βέβαια νεωτεριστικές μεταρρυθμίσεις. Αντίθετα· εννοούσαν να ξαναφέρουν τόσο στο μοναχισμό όσο και στου λαού γενικά τη ζωή, το πρωτοχριστιανικό, το γνήσιο του Χριστού πνεύμα. Πλην δε από τα άλλα συνιστούσαν και τη συχνή θεία Κοινωνία, σύμφωνα με την παράδοσι του Μυστηρίου από τον Κύριο και την πράξι της Αρχαίας Εκκλησίας. Σε τούτο όμως σφοδρά αντιδρούσανε μεγάλο μέρος Αγιορειτών Πατέρων. Η Εκκλησία μ’ αλλεπάλληλες αποφάσεις εκανόνισε το θέμα κατά την αρχική παράδοσι. Μάλιστα ο Γρηγόριος ο Ε΄ με δυο του εγκυκλίους (1807 και 1819) εδικαίωσε πέρα για πέρα των Κολλυβάδων τις απόψεις».
Ο όσιος Αθανάσιος και οι ομόφρονές του Κολλυβάδες «δεν ημπορεί να εζήτουν απλώς μίαν στενόκαρδον προσήλωσιν εις τύπους. Πίσω από την ημέραν της τελέσεως των μνημοσύνων και την συνεχή θεία μετάληψιν εκρύπτετο το πλέον σοβαρόν αίτημα της Ορθοδοξίας. Η Παράδοσις». Πιστός πάντοτε στις παραδόσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας αγωνίσθηκε πολύ κατά των επιδράσεων του ρωμαιοκαθολικισμού και του γαλλικού διαφωτισμού. Στον αγώνα του είχε πρότυπα δύο μεγάλους αγίους, τον Αγιορείτη Γρηγόριο τον Παλαμά και τον Μάρκο Ευγενικό Εφέσου. Για τον πρώτο γράφει βιβλίο, που περιλαμβάνει σε παράφραση τον βίο του αγίου Φιλοθέου Κοκκίνου, και για τον δεύτερο επίσης βιβλίο με τον τίτλο «Ο Αντίπαπας».
Η παραμονή του οσίου Αθανασίου του Παρίου στη διεύθυνση της Σχολής της Χίου από το 1788 ως το 1811 της έδωσε μεγάλη φήμη και φοίτησαν σπουδαίοι μαθηταί. Το έργο του Αθανασίου συνίστατο κυρίως στην προβολή των ιερών κειμένων της Ορθοδόξου Παραδόσεως απέναντι στο δυνατό ρεύμα του Διαφωτισμού. Αφετηρία, τροφή και πηγή εμπνεύσεως του διδακτικού του έργου είναι τα αγιοπατερικά έργα και όχι οι νέες ιδέες της Δύσης, οι ξένες από την πλούσια παράδοση του εγχώριου πολιτισμού. Αρκετοί λόγιοι της εποχής εκείνης αντέδρασαν στη στάση, το ήθος, τον τρόπο και την εμμονή του Αθανασίου στις πατροπαράδοτες παραδόσεις, όπως οι Βενιαμίν Λέσβιος, Αδαμάντιος Κοραής και Κωνσταντίνος Κούμας, οι οποίοι τον κατηγορούσαν για συντηρητισμό, οπισθοδρομικότητα, στενοκεφαλιά και γεροντικό πείσμα. Εντούτοις ο υπομονετικός, σοβαρός, σοφός, θεοσεβής και ελληνοτραφής Αθανάσιος υπήρξε βράχος ακλόνητος της πίστεως, «κυρίαρχη μορφή λογίου ανδρός που αγωνίσθηκε κατά της δυτικής αλλοτριώσεως του χώρου της Ορθόδοξης Ανατολής… η ενσάρκωση μιάς πνευματικής στάσης, πιστά προσκολλημένης στην Παράδοση των Πατέρων, Παράδοση εκκλησιαστικής εμπειρίας, εκκλησιαστικού γεγονότος, κάλλους και σοφίας».
Ο όσιος Αθανάσιος πέρα από την πολύτιμη διδακτική και κηρυκτική του δράση άφησε, όπως και οι άλλοι Κολλυβάδες, ένα πλούσιο συγγραφικό έργο, που περιέχεται σε αξιόλογα βιβλία απολογητικού, δογματοκανονικού, λειτουργικού, παιδαγωγικού, αγιολογικού, υμνολογικού, ομιλητικού, επιστολογραφικού περιεχομένου. Ο μαθητής και βιογράφος του όσιος Νικηφόρος ο Χίος (1760-1821) γράφει για το πλούσιο έργο του σεβαστού και αγαπητού του διδασκάλου: «Εις διάστημα τόσον ολιγοχρόνιον εξέδωκεν εις φως τόσα και τόσα βιβλία αξιόλογα και επαίνου παντός υπεράξια, ρητορικάς αντιφωνήσεις, χριστιανικάς απολογίας, κρίσεις του ουρανού, μεταφυσικά, θεολογίας… Τα δε λοιπά όλα συνθέματα σχολής βιβλία όσον αναγκαία τόσον και σπάνια, και όσον σπάνια τόσον και αναγκαία, βιβλία καινούργια, καινοφανή, πρωτοφανούσικα, ως προς ημάς, διά να μεταχειρισθώ αυτήν την λέξιν».
Ο άλλος βιογράφος του Αθανασίου, ο Χίος λόγιος Ανδρέας Ζανής Μάμουκας, σε «Υπόμνημα αληθέστατον υπό ανωνύμου τινός περί του περιωνύμου και αοιδίμου κυρίου Αθανασίου του Παρίου» αναφέρει ότι το 1811 υπέργηρος και κατάκοπος ο Αθανάσιος παραιτήθηκε από τη διεύθυνση της Σχολής και αποσύρθηκε στο ησυχαστήριο του Αγίου Γεωργίου στα Ρευστά, έχοντας συνοδεία τον όσιο Νικηφόρο από τα Καρδάμυλα και τον Ιωσήφ από τον Φουρνά των Αγράφων. Γράφοντας ως τα τέλη του, μελετώντας, προσευχόμενος και διδάσκοντας τελείωσε τον μακάριο βίο του, όπως ωραία αναφέρει ο Μάμουκας: «Μόλις δ’ εις μέσου του προοιμίου όντι, επήλθε αυτώ ρεύμα αποπληξίας, και διέκοψε την εργασίαν. Μετά δύο εβδομάδας μικρόν αναλαβών, εξακολούθησε την συγγραφήν και τω επήλθε δεύτερον, ισχυρότατον του πρώτου ρεύματος, τούτο δε μόνον έφθασε να είπη «ετοιμάσατε τα χρειώδη». Η γλώσσα του έμεινε δεδεμένη, εκ δε του νεύματος των οφθαλμών και εκ μικράς κινήσεως της χειρός εννοήσαν οι μετ’ αυτού, ότι χρειώδη είπε την κοινωνίαν των αχράντων μυστηρίων. Λαβών δε το εφόδιον τούτο του ουρανίου δρόμου, σύννους και εν γνώσει φρενών, έμεινεν έτι ζων και νοών επί μίαν ημέραν και μίαν νύχτα, και ετελειώθη εν Κυρίω ατάραχος τη 24η Ιουνίου 1813 έτους. Ετάφη εν τω προπυλαίω του ναού του μονυδρίου εκείνου».
Τα μάτια του έκλεισε ο ιεροδιάκονος Ιωσήφ. Αυτή ήταν η περιουσία του: «Την ευσέβειαν ήσκει ουχί εν λόγοις, αλλ’ εν έργοις· μεριμνών περί των άλλων πάντοτε, ημέλει εαυτού και απέθανε πάμπτωχος, ενώ έσχε πλείστας ευκαιρίας να πλουτίση. Εθεώρει αμάρτημα θανάσιμον, εάν η ανατολή της πρώτης του έτους εύρισκεν εν τω θηλακίω αυτού οβολόν του παρελθόντος έτους· διό αποθανών κατέλιπεν ως περιουσίαν μίαν ενδυμασίαν, ένα λύχνον και ένα μελανοδοχείον».
Ετάφη στην είσοδο του ναού του Αγίου Γεωργίου Ρεστών. Στην επιτύμβια πλάκα ο συνασκητής του όσιος Νικηφόρος έγραψε:
« Η πολύκροτος Αθανασίου φήμη
Η περικλεής και πανένδοτος μνήμη
Πάντων τοις ωσίν ενηχεί θαυμασίως
Και εις έπαινον πάντας κινεί αξίως…».
Στον ίδιο τάφο ετάφη αργότερα ο όσιος Νικηφόρος. Τα οστά του οσίου Αθανασίου μεταφέρθηκαν στο οστεοφυλάκειο του εκεί ναϋδρίου, αλλά αποτεφρώθηκαν κατά τον εμπρησμό του 1822. Ημέτεροι και ξένοι επαινούν επάξια τον όσιο Αθανάσιο για τη δράση και το έργο του, υπάρχει μάλιστα πλούσια βιβλιογραφία. Σήμερα θεωρείται πλέον ισχυρός, σοφός και ενάρετος άνδρας. Αντέδρασε δικαιολογημένα και τεκμηριωμένα στον δυτικό διαφωτισμό, που ήθελε ν’ αλλοιώσει βάναυσα το ορθόδοξο ήθος και ύφος της αγιοτόκου Ελλάδος. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο κατόπιν ενεργειών των μακαριστών Γερόντων Φιλοθέου Ζερβάκου και Νικολάου Αρκά διά του μητροπολίτου Παροναξίας κ. Αμβροσίου και της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας κατέταξε το 1991 τον όσιο Αθανάσιο τον Πάριο στο Αγιολόγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Έτσι οι τρεις πρόμαχοι του αναγεννητικού κινήματος των Κολλυβάδων Μακάριος Νοταράς, Νικόδημος Αγιορείτης και Αθανάσιος Πάριος εστέφθησαν αγιωνυμίας επάξια.
Ακολουθία προς τιμήν του αγίου έγραψε ο μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης. Ο άγιος συντιμάται και μετά των αγίων της Αθωνιάδος.
Η μνήμη του τιμάται στις 24 Ιουνίου.
πηγή: Μοναχού Μωϋσέως Αγιορείτου, Βατοπαιδινό Συναξάρι
Έκδοσις Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος, 2007