Το Σάββατο της Διακαινησίμου εβδομάδος η Εκκλησία μας τιμά άπαντες τούς Αγίους Κολλυβάδες Πατέρες. Πρόκειται για οσιακές μορφές κυρίως του 18ου και του 19ου αιώνος, αν και δεν είναι άτοπο να συγκαταριθμήσουμε μαζί τους και άλλους Πατέρες του 20ου, οι οποίοι αγωνίστηκαν να επαναφέρουν στο προσκήνιο την γνήσια ορθόδοξη πνευματική ζωή. Η αρχή έγινε με οξείες διαφωνίες με άλλους αγιορείτες που υποστήριζαν την κατά την Κυριακή τέλεση των μνημοσύνων αλλά και την σπάνια συμμετοχή στην θεία Κοινωνία. Οι «Κολλυβάδες»- όνομα που τους επιδόθηκε σκωπτικά- αγωνίστηκαν να συνδέσουν τους ορθοδόξους της εποχής τους με την λοιπή ιερή ασκητική Παράδοση της Εκκλησίας μας, όχι μόνον διότι το ορθό ήταν να τελούνται τα μνημόσυνα το Σάββατο και οι Χριστιανοί να κοινωνούν συχνά, αλλά επειδή γενικότερα η ησυχαστική ζωή της Εκκλησίας είχε παραγκωνισθεί. Αυτός είναι και ο λόγος που οι Κολλυβάδες προτείνουν διαρκώς θέσεις του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Βέβαια, όπως τότε ο μεγάλος αυτός Πατήρ παρεξηγήθηκε έτσι και αυτοί παρεξηγήθηκαν, πολεμήθηκαν και διώχθηκαν προς χάρη της Αλήθειας. Το Φιλοκαλλικό Πνευματικό κίνημα αυτών των Οσίων οφείλουμε να το βιώνουμε διαρκώς εντός της Εκκλησίας, εάν θέλουμε να είμαστε συνδεδεμένοι με ολόκληρη την αγιοπνευματική Παράδοση Αυτής. Το φοβερότερο είναι πως ακόμη και σήμερα, ενώ πλέον έχουν ανακηρυχθεί Άγιοι της Εκκλησίας και εμείς είμαστε σε θέση να παρατηρήσουμε πως όσα δίδαξαν είναι απολύτως σύμφωνα προς την Ιερά Παράδοση της Εκκλησίας μας, κατηγορούνται και συκοφαντούνται από κάποιους που θεώρησαν εαυτούς ανωτέρους των Αγίων.

κειμ. ΙΜ Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου
εικών Δημητρέλος

Τετάρτη 12 Οκτωβρίου 2011

Μιά μοναδική φωτογραφία τού Παπαδιαμάντη

Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου

Η επέτειος τών 100 ετών από τήν κοίμηση τού Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη έδωσε τήν αφορμή νά γραφούν πολλά κείμενα ή άρθρα γιά τόν μεγάλο αυτόν σκιαθίτη λογοτέχνη. Στό σχόλιο αυτό θά γίνη αναφορά σέ κείμενο τού Παύλου Νιρβάνα πού δημοσιεύθηκε στό περιοδικό «Νέα Εστία» τό έτος 1933 καί περιγράφει πώς τράβηξε μιά μοναδική φωτογραφία τού Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, στό καφενεδάκι τής Δεξαμενής όπου σύχναζε ο σκιαθίτης λογοτέχνης, τό έτος 1906, όπως γράφει, γιά νά μή σβησθή «η οσία μορφή του».
Ο Παπαδιαμάντης δέν ήθελε νά φωτογραφηθή έχοντας υπ’ όψη τό ρητό: «Ου ποιήσεις σ’εαυτώ είδωλον ουδέ παντός ομοίωμα». Ο Νιρβάνας πήρε τήν πρωτοβουλία μέ διάφορες ενέργειες -«μέ δόλο καί αμαρτωλά μέσα επραγματοποίησα τόν άθλο μου αυτό», όπως γράφει- νά τόν φωτογραφίση. Καί γράφει: «Ένας από τούς ωραιότερους τίτλους πού αναγνωρίζω στήν ζωή μου, είναι ότι παρέδωκα στούς μεταγενέστερους τή μορφή τού Παπαδιαμάντη». Εγώ θά προσέθετα καί τό ύφος του.
Σέ κάποια στιγμή ο Παπαδιαμάντης υποχώρησε στήν αποφασιστικότητα τού Νιρβάνα, όπως γράφει ο τελευταίος. «Είχε πάρει μόνος του τή φυσική του στάση απάνω σέ μιά πρόστυχη καρέκλα, μέ τά χέρια σταυρωμένα στό στήθος, μέ τό κεφάλι σκυφτό, μέ τά μάτια χαμηλωμένα, στάση βυζαντινού αγίου, σάν ξεσηκωμένη από κάποιο καπνισμένο τέμπλο ερημοκκλησιού τού νησιού του. Ήταν μιά καλλιτεχνική σύνθεση, καί θά μπορούσε νά είναι ένα έργο τού Πανσελήνου ή τού Θεοτοκόπουλου. Αμφιβάλλω άν φωτογραφικός φακός έλαβε ποτέ μιά τέτοια ευτυχία».
Σέ αυτήν τήν διαδικασία ο Παπαδιαμάντης ήταν καί βιαστικός, δηλαδή ήθελε νά τελειώση γρήγορα αυτή η διαδικασία. Γράφει ο Νιρβάνας: «Αλλά ο Αλέξανδρος ήταν βιαστικός γιά νά τελειώνουμε. Γιατί; Μού τό ψιθύρισε ανήσυχα στό αυτί, καί ήταν η πρώτη φορά πού τόν είχα ακούσει -ούτε φαντάζομαι πώς θά τόν άκουσε ποτέ κανένας άλλος- νά μιλά γαλλικά: «Nous excitons la curiosit du pablic», δηλαδή «ερεθίζουμε τήν περιέργεια τού κοινού». Καί τήν ώρα εκείνη ήταν «ένα κοιμισμένο γκαρσόνι τού καφενείου, ένας γεροντάκος πού λιαζότανε στήν άλλη γωνιά τού μαγαζιού, καί δυό λουστράκια πού παίζανε παράμερα».
Αυτή η φωτογραφία πού τράβηξε ο Παύλος Νιρβάνας είναι όλος ο Παπαδιαμάντης, παρουσιάζει τό ήθος καί τήν προσωπικότητά του.
Σέ πρόσφατο δημοσίευμα τού Βασίλη Γκουρογιάννη σχολιάζεται αυτή η φωτογραφία ως στάση ενός καθισμένου νεκρού. Γράφει: «καθισμένος ο όσιος άσωτος σέ μιά φτηνοκαρέκλα καφενείου μέ τά χέρια του ταπεινά σταυρωμένα, είχε χαμηλωμένα τά μάτια σχεδόν κλειστά, σάν νά μήν είχε ο απάνω κόσμος κάτι πού άξιζε νά δή. Όμως υποπτεύομαι πώς κάτω από τά βλέφαρα αυτός κάτι κρυφοβλέπει λοξά, τόν θάνατο κοιτάζει, όπως κοιτάζουν οι άνθρωποι πρός τήν κατεύθυνση πού περιμένουν νά φανή τό τρένο νά τούς πάρη. Από κάποια ηλικία διαισθάνονται οι άνθρωποι αλάνθαστα από πού θά φανή νά τούς πάρη καί κοιτάζουν πρός τά εκεί, άλλοι γαλήνιοι καί άλλοι μέ τρόμο. Στή φωτογραφία εικονίζονται σταυρωμένα τά χέρια τού οσίου, έτοιμα γιά νά μή κουράση κάποιον άνθρωπο νά τού τά σταυρώση, κλειστά τά βλέφαρα, έτοιμα νά μήν κουράσει κάποιον νά τού τά κλείσει, καθιστός μέ ευσέβεια στή στάση ακριβώς πού κηδεύουν τούς ιερωμένους γιά νά μήν κουράση κάποιους νά τόν ανακαθήσουν» (Ελευθεροτυπία 3-9-11).
Παρατηρώντας, όμως, τήν φωτογραφία αυτή πού έβγαλε ο Παύλος Νιρβάνας καταλήγω σέ ένα συμπέρασμα ότι η στάση τού Παπαδιαμάντη, εκτός τού ότι ομοιάζει μέ στάση ζωντανού νεκρού, συγχρόνως είναι στάση πού λαμβάνουν μοναχοί-ησυχαστές κατά τήν διάρκεια τής προσευχής τους. Τό σταύρωμα τών χεριών, η ελαφρά κλίση τής κεφαλής, καί μάλιστα πρός τό μέρος τής καρδιάς, τό χαμήλωμα τών ματιών παρουσιάζει τήν ησυχαστική στάση πού λαμβάνουν οι μοναχοί, όπως τό περιγράφουν διάφοροι διδάσκαλοι τής ησυχαστικής ζωής καί τής νοεράς προσευχής. Δέν γνωρίζω, βέβαια, άν ο Παπαδιαμάντης ασχολείτο μέ αυτό τό έργο, όμως είχε τό ύφος καί τό ήθος τών μοναχών πού είχε γνωρίσει στό Άγιον Όρος. Η φωτογραφία αυτή φανερώνει τήν εσωτερική του ζωή καί τήν προσωπικότητά του. Τό σημαντικό είναι ότι στήν ίδια περίπου στάση (μόνον τό κεφάλι του είναι λίγο σηκωμένο) ήταν όταν φωτογραφήθηκε μέ τόν Ναυπάκτιο Λογοτέχνη Γιάννη Βλαχογιάννη (1908). Ενώ ο Βλαχογιάννης είναι όρθιος καί κοιτά στόν φακό, ο Παπαδιαμάντης είναι καθιστός μέ τά χέρια σταυρωμένα καί κοιτά πρός τά αριστερά του.
Τελικά, αυτό πού βλέπει κανείς στό ύφος, τό ήθος καί τό έργο τού Παπαδιαμάντη είναι τό αγιορείτικο καί προσευχητικό ύφος, η στάση προσευχής καί η ταπείνωσή του.
Ο Παύλος Νιρβάνας γράφει ότι κατά τήν φωτογράφιση πήρε «μόνος του τή φυσική του στάση» καί καυχάται γιατί παρέδωκε «στούς μεταγενεστέρους τήν μορφή» του. Ο Παπαδιαμάντης μάς διδάσκει μέ τά κείμενά του, τό ύφος του, τήν μορφή του, τήν σιωπή του καί τήν φωτογραφία του. Άν συγκρίνουμε αυτήν τήν φωτογραφία μέ τίς σύγχρονες φωτογραφίες καί τήν επικοινωνιακή νοοτροπία τής εποχής μας, τότε καταλαβαίνουμε τήν διαφορά. Η εποχή στήν οποία ζούμε είναι εποχή πού ρίχνει κανείς τό βλέμμα του στόν φακό τής φωτογραφικής καί τηλεοπτικής μηχανής, ενώ η νοοτροπία τού Παπαδιαμάντη είναι νοοτροπία πού κατευθύνει τόν νού του στήν καρδιά, όπου η Χάρη τού βαπτίσματος καί τού χρίσματος, καί αναπτύσσεται η προσευχή.



PAREMBASIS

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου