Το Σάββατο της Διακαινησίμου εβδομάδος η Εκκλησία μας τιμά άπαντες τούς Αγίους Κολλυβάδες Πατέρες. Πρόκειται για οσιακές μορφές κυρίως του 18ου και του 19ου αιώνος, αν και δεν είναι άτοπο να συγκαταριθμήσουμε μαζί τους και άλλους Πατέρες του 20ου, οι οποίοι αγωνίστηκαν να επαναφέρουν στο προσκήνιο την γνήσια ορθόδοξη πνευματική ζωή. Η αρχή έγινε με οξείες διαφωνίες με άλλους αγιορείτες που υποστήριζαν την κατά την Κυριακή τέλεση των μνημοσύνων αλλά και την σπάνια συμμετοχή στην θεία Κοινωνία. Οι «Κολλυβάδες»- όνομα που τους επιδόθηκε σκωπτικά- αγωνίστηκαν να συνδέσουν τους ορθοδόξους της εποχής τους με την λοιπή ιερή ασκητική Παράδοση της Εκκλησίας μας, όχι μόνον διότι το ορθό ήταν να τελούνται τα μνημόσυνα το Σάββατο και οι Χριστιανοί να κοινωνούν συχνά, αλλά επειδή γενικότερα η ησυχαστική ζωή της Εκκλησίας είχε παραγκωνισθεί. Αυτός είναι και ο λόγος που οι Κολλυβάδες προτείνουν διαρκώς θέσεις του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Βέβαια, όπως τότε ο μεγάλος αυτός Πατήρ παρεξηγήθηκε έτσι και αυτοί παρεξηγήθηκαν, πολεμήθηκαν και διώχθηκαν προς χάρη της Αλήθειας. Το Φιλοκαλλικό Πνευματικό κίνημα αυτών των Οσίων οφείλουμε να το βιώνουμε διαρκώς εντός της Εκκλησίας, εάν θέλουμε να είμαστε συνδεδεμένοι με ολόκληρη την αγιοπνευματική Παράδοση Αυτής. Το φοβερότερο είναι πως ακόμη και σήμερα, ενώ πλέον έχουν ανακηρυχθεί Άγιοι της Εκκλησίας και εμείς είμαστε σε θέση να παρατηρήσουμε πως όσα δίδαξαν είναι απολύτως σύμφωνα προς την Ιερά Παράδοση της Εκκλησίας μας, κατηγορούνται και συκοφαντούνται από κάποιους που θεώρησαν εαυτούς ανωτέρους των Αγίων.

κειμ. ΙΜ Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου
εικών Δημητρέλος

Τρίτη 17 Απριλίου 2012

Τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου Μελέτη Εἰς τὴν Ἀνάστασιν τοῦ Κυρίου, [Α´] εἰς τὴν ὁποίαν χρεωστοῦμεν νὰ συγχαρῶμεν


Α´. Μὲ τὸν ἀναστάντα Χριστόν.

.          Συλλογίσου ἀγαπητέ, ὅτι παρακινούμενοι ἠμεῖς ἀπὸ τὸν προφήτην Δαυὶδ ὅπου λέγει νὰ ἀγαλλώμεθα εἰς τὴν ἡμέραν τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου. «Αὕτη ἡ ἡμέρα, ἣν ἐποίησεν ὁ Κύριος, ἀγαλλιασώμεθα καὶ εὐφρανθῶμεν ἐν αὐτῇ» (Ψαλμ. ριζ´ 23) ἔχομεν χρέος ἐν πρώτοις νὰ συγχαρῶμεν τὸν Ἰησοῦν Χριστόν, ὁ Ὁποῖος εἰς τὴν χαρμόσυνόν Του Ἀνάστασιν ἀπέκτησε πάλιν μὲ κέρδος ἄπειρον ὅλα ἐκεῖνα ὅπου εἶχε χάσει εἰς τὸ πάθος Του. Τέσσαρα πράγματα εἶχε χάσει τότε: τὴν χαράν, τὴν ὡραιότητα, τὴν τιμὴν καὶ τὴν ζωήν. Τώρα δὲ ὅπου ἀνέστη ἀνέλαβε τὴν ζωήν, ἀλλὰ τί λογῆς ζωήν; Μίαν ζωὴν ὅπου ἐθανάτωσε τελείως τὸν θάνατον καὶ διὰ τοῦτο θέλει εἶναι διὰ πάντα ζωὴ μοναχή, χωρὶς νὰ φοβῆται νὰ λάβη ἄλλην μίαν φορὰν θάνατον. «Χριστὸς ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν οὐκ ἔτι ἀποθνήσκει, θάνατος αὐτοῦ οὐκ ἔτι κυριεύει» (Ρωμ. ϛ´ 9). Ἀνέλαβε τὴν τιμὴν καὶ ἐξουσίαν, ἐπειδὴ Ἐκεῖνος ὁ ἴδιος ὅπου πρὸ ὀλίγου ἐλογίζετο ὀλιγώτερον παρὰ ἄνθρωπος καὶ ἐκαταφρονεῖτο χειρότερον παρὰ ἕνας σκώληξ, τώρα ἀνασταίνεται καὶ ἀρχίζει νὰ βασιλεύῃ ἐν τῷ οὐρανῶ καὶ ἐν τῇ γῇ. Διὰ τοῦτο καὶ ἔλεγε μετὰ τὴν Ἀνάστασιν: «ἐδόθη μοι πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς» (Ματθ. κη´ 18). Ἀνέλαβε τὴν χαράν, ἐπειδὴ διερράγησαν πλέον τὰ μεσότοιχα ὅπου ἐκρατοῦσαν πρότερον ἐκεῖνο τὸ πέλαγος τῆς χαρᾶς εἰς μόνον τὸ ἀνώτερον μέρος τῆς ψυχῆς τοῦ Κυρίου καὶ τώρα, ὅλον τὸ πλήρωμα τῆς χαρᾶς ἐκείνης ὅπου ἐκρατεῖτο τριαντατρεῖς χρόνους, ἔτρεξεν εἰς τὸ νὰ κατακλύση τὰς κατωτέρας δυνάμεις τῆς ψυχῆς καὶ τὰ μέλη τοῦ Λυτρωτοῦ. Διὰ τοῦτο καὶ ὅταν ἀνέστη ἀπὸ τὸν τάφον, ὁ πρῶτος λόγος ὅπου ἔβγαλεν ἀπὸ τὸ ἅγιον στόμα Του, ἦτο δηλωτικὸς ταύτης Του τῆς χαρᾶς: «καὶ ἰδοὺ ὁ Ἰησοῦς ἀπήντησεν αὐταῖς λέγων χαίρετε» (Ματθ. κη´ 9). Ἀνέλαβε καὶ τὴν ὡραιότητα καὶ τὴν δόξαν, διότι Ἐκεῖνος ὅπου ἦτο χθὲς καὶ προχθὲς ἄμορφος, ἄδοξος, ἀνίδεος, τώρα ἀνέστη ἐκ τοῦ μνήματος, ὡσὰν ἕνας νυμφίος ἀπὸ τὸν θάλαμόν του: ὅλος ὡραιότατος, ὅλος δεδοξασμένος, ὅλος ἡλιόμορφος, ἐπειδὴ ἡ χάρις καὶ ἡ δόξα τοῦ ἀναστηθέντος σώματος τοῦ Χριστοῦ εἶναι τόσον ὑπερβολική, ὅπου εἰς τὸν οὐρανὸν αὐτὴ θέλει εἶναι ἡ ἀνωτάτη μακαριότης τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος καὶ ὅλων τῶν αἰσθήσεών μας. Καὶ θέλει εἶναι ἀρκετὴ νὰ εἰδοποιήση εἰς ὅλους τοὺς μακαρίους, τόσον ἀγγέλους ὅσον καὶ ἀνθρώπους ἕνα Παράδεισον, εἰς τὸν ὁποῖον ἔχουν νὰ εὐφραίνωνται ἀχόρταστα εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας. Θέλεις νὰ τὸ καταλάβης καλλίτερα; Σχημάτισαι μὲ τὸν νοῦν σου ἕνα ἥλιον τόσον λαμπρόν, ὅπου μὲ τὸ φῶς του νὰ σκεπάζη μυριάδας ἡλίους, καθὼς καὶ οὗτος ὁ αἰσθητὸς ἥλιος σκεπάζει ὅλους τοὺς ἀστέρας. Τώρα ἕνας ἥλιος τόσον λαμπρός, βέβαια ἤθελεν εἶναι ἕνα μικρὸν κάρβουνον συγκρινόμενος μὲ τὸ ἔνδοξον σῶμα τοῦ Ἰησοῦ, τὸ ὁποῖον μὲ τὴν ὑπερβολικὴν λάμψιν του θέλει καταρροφήσει τὴν λάμψιν τόσων μυριάδων μακαρίων σωμάτων τῶν Ἁγίων, ἀπὸ τὰ ὁποῖα τὸ κάθε ἕνα θέλει εἶναι λαμπρότερον ἀπὸ τοῦτον τὸν ἥλιον, ὡς γέγραπται: «τότε οἱ δίκαιοι ἐκλάμψουσιν ὡς ὁ ἥλιος ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ» (Ματθ. ιγ´ 43), ὅπου τό, «ὡς», δὲν δηλοῖ ὁμοίωσιν, ἀλλ᾽ ὑπεροχήν, ἤγουν λάμψουσιν ὑπὲρ τὸν ἥλιον, καθὼς ἑρμηνεύει ὁ ἱερὸς Θεοφύλακτος καὶ αὕτη εἶναι ἡ δόξα ἐκείνη καὶ ὡραιότης ὅπου ἐζητοῦσεν ὁ Χριστὸς μὲ τόσην παρακάλεσιν ἀπὸ τὸν οὐράνιόν του Πατέρα πρὸ τοῦ πάθους Του, λέγων: «δόξασόν με πάτερ παρὰ σεαυτῷ τῇ δόξῃ, ᾗ εἶχον πρὸ τοῦ τὸν κόσμον εἶναι παρὰ σοὶ» (Ἰω. ιζ´ 5). Μὲ τὰ ὁποῖα λόγια δείχνει ὅτι ἐζήτει καὶ ἤθελε νὰ ἐξαπλωθῆ ἡ δόξα τῆς θεότητός Του, διὰ νὰ δοξάση πληρέστατα καὶ τὴν ἀνθρωπότητά Του, ἐπειδὴ χωρὶς αὐτὴν τὴν δόξαν καὶ ὡραιότητα τῆς ἀνθρωπότητος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ κανένας δὲν ἠδύνατο νὰ γίνη δεκτικὸς τῆς τοῦ Θεοῦ δόξης καὶ μακαριότητος καὶ ἀκολούθως κανένας δὲν ἠδύνατο νὰ γίνη ποτὲ μακάριος, οὔτε ἄγγελος οὔτε ἄνθρωπος. Διότι ἡ ἀνθρωπότης τοῦ Θεοῦ Λόγου ἐστάθη ὡσὰν ἕνα μεθόριον ἀνάμεσα εἰς τὸν Κτίστην καὶ εἰς τὰ λοιπὰ κτίσματα καὶ παίρνουσα αὐτὴ εἰς τὸν ἑαυτόν της ὅλον τὸ πλήρωμα τῆς τοῦ Θεοῦ δόξης καὶ μακαριότητος τὸ συγκερνᾶ τρόπον τινὰ καὶ οὕτω διὰ μέσου ἑαυτῆς μεταδίδει τὴν δόξαν ταύτην καὶ μακαριότητα εἰς ὅλους τοὺς μακαρίους ἀγγέλους τε καὶ ἀνθρώπους. Ἀλλ᾽ ὄχι καθὼς αὐτὴ τὴν λαμβάνει ἀπὸ τὸν Θεὸν ἄκρατον, διότι εἶναι ἀδύνατον νὰ τὴν δεχθῆ ἔτσι ἄκρατον, κανένα κτίσμα ψιλόν, ἀλλὰ συγκεκραμένην καὶ μετριωτέραν διὰ νὰ γίνωνται ταύτης δεκτικοὶ οἱ μακάριοι τόσον οἱ ἄγγελοι ὅσον καὶ οἱ ἄνθρωποι.

.          Ὅτι μὲν οὖν οἱ ἄγγελοι λαμβάνουσι τὴν δόξαν καὶ μακαριότητα διὰ μέσου τοῦ ἀναστάντος Ἰησοῦ Χριστοῦ, μάρτυς ὁ Ἀρεοπαγίτης Διονύσιος λέγων, ὅτι αἱ τάξεις τῶν Ἀγγέλων μετέχουσι τῆς τοῦ Ἰησοῦ φωτοδοσίας, ὄχι μὲ εἰκόνας τινὰς ἀλλὰ μὲ πρώτην μετουσίαν τῆς γνώσεως, τῶν θεουργικῶν αὐτοῦ φώτων1. Καὶ ὁ σοφὸς Θεοδώρητος ὁ Κύρου λέγει: «μετὰ τὴν σάρκωσιν ὤφθη (ὁ Θεὸς) καὶ τοῖς ἀγγέλοις οὐκ ἐν ὁμοιώματι τῆς δόξης ἀλλ᾽ ἀληθεῖ καὶ ζῶντι χρησάμενος ὡς περιβολὴν τῆς σαρκὸς τῷ καλύμματι» (Διάλογ. Α´. κατὰ Εὐτυχ.). Μάλιστα δὲ ὁ ἅγιος Ἰσαὰκ λέγων ὅτι πρὸ τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας τοῦ Χριστοῦ δὲν ἦτο δυνατὸν εἰς τοὺς ἀγγέλους νὰ ἔμβουν εἰς τὰ ὑψηλότερα μυστήρια τῆς θεότητος. Ὅτε δὲ ἐσαρκώθη ὁ Λόγος ἠνοίχθη αὐτοῖς θύρα ἐν τῷ Ἰησοῦ. (Λόγος πδ´. σελ. 478). Καὶ πάλιν: «καὶ αὐτὴ ἡ πρώτη τάξις θαρροῦσα λέγει ὅτι οὐκ ἀφ᾽ ἑαυτῆς, ἀλλὰ διδάσκαλον ἔχει τὸν μεσίτην Ἰησοῦν ἐκεῖνον, ὑφ᾽ οὗ ὑποδέχεται καὶ τοῖς κάτω ἐπιδίδωσιν» (αὐτόθ. 477). Ὅτι δὲ καὶ οἱ μακάριοι ἅγιοι διὰ μέσου τῆς ἀνθρωπότητος τοῦ Ἰησοῦ βλέπουσι τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ, ἐδήλωσεν ὁ Κύριος εἰπών: «Πάτερ οὓς δέδωκάς μοι θέλω ἵνα ὅπου εἰμὶ ἐγώ, κακεῖνοι ὦσι μετ?᾽ ἐμοῦ, ἴνα θεωρῶσι τὴν δόξαν τὴν ἐμήν». Καὶ δὲν στέκει ἕως ἐδῶ ἀλλὰ προσθέτει: «ἣν δέδωκάς μοι» διὰ νὰ φανερώση μὲ τοῦτο τὴν δόξαν ὅπου ἐδόθη εἰς τὴν ἀνθρωπότητά Του (βλ. Ἰω. ιζ´ 24).
.          Ὢ δόξαις! Ὢ λαμπρότηταις! Ὢ μεγαλεῖα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου! Ὄντως αὕτη εἶναι ἡ ἡμέρα ἣν ἐποίησεν ὁ Κύριος. Διότι τὴν μὲν δευτέραν καὶ τρίτην ἡμέραν ἐποίησε τὸ πρωτόγονον ἐκεῖνο φῶς καὶ τὴν τετάρτην καὶ πέμπτην καὶ ἕκτην καὶ ἑβδόμην ἐποίησεν τὸν ἐν τῇδ’ ἡμέρᾳ γενόμενον ἥλιον. Τὴν δὲ Κυριακὴν καὶ πρώτην ταύτην ἡμέραν, καὶ ἐν τῇ κοσμογενεσίᾳ, μόνος ὁ Κύριος ἀμέσως ἐποίησεν ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι (τὸ γὰρ ἐν αὐτῇ γεγονὸς φῶς οὐχὶ ἀπὸ τὸ πρωΐ, ἀλλὰ ἀπὸ μεσημβρίας ἤρξατο, κατὰ τοὺς Θεολόγους) καὶ τώρα πάλιν μόνος ὁ νοητὸς Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης Χριστὸς ταύτην ἐποίησεν ἀπὸ τοῦ μνήματος ὡς ἀπὸ ὁρίζοντος ἀναστάς. Καὶ αὐτὴ ἡ Κυριακή, τώρα μὲν εἶναι εἰκὼν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, τότε δὲ ἔχει νὰ ἦναι αὐτὸς ἐκεῖνος ὁ ὄγδοος αἰών.
.          «Ὄντως ἀναστήτω ὁ Θεὸς καὶ διασκορπισθήτωσαν οἱ ἐχθροὶ Αὐτοῦ» (Ψαλμ. ριζ´ 23). Οἱ ἐχθροί Του δαίμονες, ὁ ἐχθρός Του θάνατος, ὁ ἐχθρός Του ἡ ἁμαρτία, ὁ ἐχθρός Του ἅδης, οἱ ἐχθροί Του Ἰουδαῖοι, οἱ τοῦτον σταυρώσαντες καὶ μισοῦντες Αὐτόν. Ὄντως ἐκινδύνευε τὸ καράβι νὰ πνιγῆ καὶ νὰ πλέη δὲν ἠδύνατο ὅπου ἐρρίφθη ὁ Ἰωνᾶς εἰς τὴν θάλασσαν καὶ κατεπόθη ἀπὸ τὸ κῆτος. Καράβι εἶναι ὁ κόσμος ὅπου δὲν ἠδύνατο νὰ ὑπάγη ἐμπρὸς εἰς τὸ ἀγαθόν. Θάλασσα εἶναι τὰ πάθη καὶ αἱ θλίψεις τοῦ κόσμου. Ἰωνᾶς ὁ Χριστός, κῆτος ἦτον ὁ θάνατος καὶ ὁ ἅδης. Ἐρρίφθη ὁ Χριστὸς εἰς τὴν θάλασσαν καὶ τὰ πάθη. Κατεπόθη ἀπὸ τὸν θάνατον καὶ τὸν ἅδην. Καὶ ἐπειδὴ ἡ ζωοποιὸς θεότης δὲν ἐχωρίσθη οὔτε ἀπὸ τὸ νεκρωθὲν σῶμα τὸ κείμενον εἰς τὸν τάφον οὔτε ἀπὸ τὴν ψυχὴν τὴν καταβάσαν εἰς ἄδην διὰ τοῦτο ἐνέκρωσε καὶ τὸν ἄδην καὶ ἀνέστη τριήμερος καὶ οὕτως ὁ κόσμος ὅπου ἐκινδύνευε διεσώθη «ὥσπερ γὰρ ἦν Ἰωνᾶς ἐν τῇ κοιλίᾳ τοῦ κήτους τρεῖς ἡμέρας καὶ τρεῖς νύκτας, οὕτως ἔσται ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ καρδίᾳ τῆς γῆς τρεῖς ἡμέρας καὶ τρεῖς νύκτας» (Ματθ. ιβ´ 40).
.          Τώρα ἐσὺ ἀδελφέ, εἶναι δυνατὸν νὰ μελετήσης ταύτας τὰς ἀληθείας, καὶ νὰ μὴ γεμίση ἀπὸ χαρὰν ἡ καρδία σου διὰ τὴν ἀνωτάτην εὐδαιμονίαν καὶ δόξαν, εἰς τὴν ὁποίαν βλέπεις πὼς ἔφθασεν ὁ Λυτρωτής σου διὰ τῆς Ἀναστάσεως, ὄχι μόνον κατὰ τὴν ψυχήν, ἀλλὰ καὶ κατὰ τὸ πανάγιον σῶμα Του; Ὅθεν ἐπιθύμησαι νὰ ἔχης ὅλαις ταῖς χαραῖς τῶν ἀγγέλων καὶ ὅλων τῶν Ἁγίων ὅπου συνέστησαν σήμερον καὶ ἐλευθερώθησαν ἀπὸ τὸν ἄδην, διὰ νὰ συγχαρῆς μὲ αὐτὰς τὸν ἀναστάντα Δεσπότην, καὶ διὰ νὰ εὐφρανθῆς μὲ ὅλην σου τὴν καρδίαν εἰς τὴν νέαν ταύτην χαρὰν καὶ δόξαν καὶ νίκην Του, στοχαζόμενος πὼς ἡ ἰδική Του χαρὰ εἶναι καὶ χαρὰ ἰδική σου. Ἡ ἰδική Του δόξα εἶναι καὶ δόξα ἰδική σου καὶ ἡ ἰδική Του νίκη εἶναι καὶ νίκη ἰδική σου. Καὶ ἁπλῶς ὅσα Αὐτὸς προνόμια καὶ ἀξιώματα ἔλαβε διὰ τῆς Ἀναστάσεώς Του, ὅλα ταῦτα γίνονται καὶ ἰδικά σου διὰ τῆς πρὸς Αὐτὸν πίστεως καὶ θερμῆς ἀγάπης. Ἐκείνου ὡς κεφαλῆς καὶ ἐσένα ὡς μέλους. Ἐκείνου ὡς Πατρὸς καὶ ἐσένα ὡς υἱοῦ. Ἐκείνου ὡς ἀρχιστρατήγου καὶ βασιλέως καὶ ἐσένα ὡς στρατιώτου καὶ βασιλευομένου. Ἐκείνου ὡς φιλουμένου καὶ ἐσένα ὡς φιλοῦντος, ἐπειδὴ ἡ ἀγάπη ἔχει φυσικὸν ἰδίωμα νὰ κοινοποιῆ τὰ τῶν φίλων κατὰ τὴν παροιμίαν: «τὰ τῶν φίλων κοινά». Καὶ καθὼς χθὲς καὶ προχθὲς ἐκοινωνήσατε εἰς τὰ Πάθη καὶ τὴν θλῖψιν τοῦ Κυρίου διὰ τῆς πίστεως καὶ ἀγάπης ἔτσι καὶ σήμερον εἶναι δίκαιον νὰ κοινωνήσετε εἰς τὴν χαρὰν Αὐτοῦ καὶ δόξαν καὶ Ἀνάστασιν, «καθὼς κοινωνεῖτε τοῖς τοῦ Χριστοῦ παθήμασι χαίρετε ἵνα καὶ ἐν τῇ ἀποκαλύψει τῆς δόξης Αὐτοῦ χαρῆτε ἀγαλλιώμενοι» (Α´ Πέτρ. δ´ 13).
.          Καὶ ἂν ὁ Ἀβραὰμ προτήτερα ἀπὸ τρεῖς χιλιάδας χρόνους εἶδε τὴν ἡμέραν ταύτην τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Σωτῆρος καὶ ἐχάρη, ὅταν ἔλαβε ζωντανὸν τὸν υἱὸν τοῦ καθὼς εἶπεν ὁ Κύριος: «Ἀβραὰμ ὁ πατὴρ ὑμῶν ἠγαλλιάσατο ἵνα ἴδη τὴν ἡμέραν τὴν ἐμὴν καὶ εἶδε καὶ ἐχάρη». (Ἰωάν. η´ 56), πῶς ἐσὺ νὰ μὴ χαρῆς ἀδελφὲ εἰς τὴν ἡμέραν ταύτην τοῦ Κυρίου, εἰς τὴν ὁποίαν ἡ φθορὰ μετεβλήθη εἰς ἀφθαρσίαν, ὁ θάνατος εἰς ζωήν, ὁ ἀκάνθινος στέφανος εἰς ρόδα καὶ ἄνθη, ὁ κάλαμος, ἡ λόγχη, οἱ ἧλοι, ὁ Σταυρὸς καὶ τὰ λοιπὰ ὄργανα τοῦ Πάθους καὶ τῆς ἀτιμίας, ἔγιναν ὄργανα δόξης καὶ ἀπαθείας; Πῶς νὰ μὴ εὐφρανθῆς εἰς τὴν ἡμέραν ταύτην, εἰς τὴν ὁποίαν οἱ μὲν ἐν οὐρανῷ ἄγγελοι ἀγάλλονται ἀπολαβόντες καὶ αὐτοὶ διὰ τῆς Ἀναστάσεως τὴν σωτηρίαν; Ἤγουν τὴν τελείαν ἀτρεψίαν καὶ ἀκινησίαν εἰς τὸ κακόν, ἣν οὐκ εἶχον πρότερον, καθὼς ὁ θεολόγος Γρηγόριος τοῦτο δηλοῖ εἰς τὸ Πάσχα λέγων: «σήμερον σωτηρία τῷ κόσμῳ, ὅσος τε ὁρατὸς καὶ ὅσος ἀόρατος» καὶ ὁ τούτου σχολιαστὴς ἑρμηνεύει Νικήτας .
.          Οἱ ἐν τῷ ἅδη Προπάτορες εὐφραίνονται, οἱ ἐν τοῖς μνημείοις ἐγείρονται, οἱ ἐν τῇ γῇ Ἀπόστολοι χαίρουσι, καὶ ὁ ἴδιος ἅδης πανηγυρίζει μὲ ὅλα ὁμοῦ τὰ ἐπίγεια καὶ οὐράνια καὶ ἄλλο δὲν ἀκούεται εἰς κάθε μέρος, παρὰ τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη!». Πῶς ἐσὺ νὰ μὴν ἀγαλλιάσης εἰς τὴν ἡμέραν ταύτην τῆς ἀγαλλιάσεως, ἥτις εἶναι τῶν ἑορτῶν Ἑορτὴ καὶ Πανήγυρις τῶν πανηγύρεων κατὰ τὸν θεολόγον Γρηγόριον; Ἔαρ τῆς Ἐκκλησίας μεταξὺ τῶν καιρῶν. Ἥλιος μεταξὺ τῶν ἀστέρων, χρυσὸς μεταξὺ τῶν μετάλλων καὶ βασιλίς, μεταξὺ ὅλων τῶν ἡμερῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Ἤξευρε γὰρ ὅτι ν δν χαρς πνευματικς ες λα τατα τ περφυσικ χαρίσματα τς το Χριστο ναστάσεως, εναι κακν σημάδι δι λόγου σου, πς δν γαπς τν ναστάντα Χριστν κα κολούθως πς δν εσαι ληθινς Χριστιανός, λλ ξένος τοῦ Χριστο κα λλότριος, διότι δν συγχαίρεσαι ες τν χαρν κα δόξαν το Κυρίου σου.

.          Διὰ τοῦτο ναψαι δελφ τν καρδίαν σου μ μίαν φλόγα γάπης πρς τν ναστάντα Χριστόν, εὐφραινόμενος εἰς τὴν εὐδαιμονίαν καὶ εἰς τὸ ἰδικόν του καλὸν περισσότερον, παρὰ ὅπου ἤθελες εὐφρανθῆ, ἂν ἦτο ἰδικόν σου. Καὶ ἐπειδὴ σήμερον ἔγιναν καινούργια ὅλα τὰ πάντα, ὡς λέγει ὁ Παῦλος: «τὰ ἀρχαῖα παρῆλθεν, ἰδοὺ γέγονε καινὰ τὰ πάντα» (Β´ Κορ. ε´ 17): καινὸς ὁ τάφος, καιναὶ αἱ σινδόνες, καινὴ ἡ Ἀνάστασις τοῦ Κυρίου. Καινοὶ οἱ ἀναστάντες Προπάτορες καὶ Δίκαιοι, καινὸς ὁ οὐρανός, καινὴ ἡ γῆ. Ψάλλε καὶ ἐσὺ ἀκολούθως καινὰ ἄσματα καθὼς σὲ προστάζει ὁ Δαβίδ: «ἄσατε τῷ Κυρίῳ ἆσμα καινόν». (Ψαλμ. ρμθ´ 1). Καὶ συλλογίζου καινούργιους λογισμούς. Κάμνε ργα καινούργια, ζσαι ζων καινούργιαν κα ξίαν τς το Χριστο καινς ναστάσεως. Ἐσὺ ὅταν ἐβαπτίσθης, συναπέθανες καὶ συνεταφιάσθης μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸν εἰς τὴν ἁγίαν κολυμβήθραν καὶ συνανεστήθης μαζὶ μὲ Αὐτὸν καὶ ὑπεσχέθης νὰ ζήσης μίαν καινούργιαν ζωήν, ὡς λέγει ὁ Παῦλος «συνετάφημεν οὖν αὐτῷ διὰ τοῦ βαπτίσματος εἰς τὸν θάνατον ἵνα ὥσπερ ἠγέρθη Χριστὸς ἐκ νεκρῶν, οὕτω καὶ ἠμεῖς ἐν καινότητι ζωῆς περιπατήσωμεν» (Ρωμ. ϛ´ 4). Λοιπόν, ἐντράπου πὼς ἕως τώρα παρέβης τὴν ὑπόσχεσιν αὐτὴν καὶ ἔζησες μίαν ζωὴν παλαιὰν καὶ διεφθαρμένην καὶ ἀπὸ τῆς σήμερον καὶ εἰς τὸ ἑξῆς ἀποφάσισαι νὰ ἀνακαινίσης τὴν πρώτην ἐκείνην ὑπόσχεσιν ὅπου ἔδωκες εἰς τὸ ἅγιον Βάπτισμα καὶ νὰ ζήσης μίαν ἄλλην καινούργιαν ζωήν, ὄχι μὲ τρυφὰς καὶ ξεφαντώματα καὶ χοροὺς καὶ τραγούδια. Ὄχι μὲ φιληδονίας καὶ φιλοδοξίας, ὄχι μὲ φιλαργυρίας καὶ ἄλλας ἁμαρτίας. Διότι αὐτὰ εἶναι τῆς φθαρτῆς ζωῆς τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου, τὸν ὁποῖον ἐκδύθης εἰς τὸ Βάπτισμα καὶ ὅποιος ταῦτα ἐργάζεται, ἔχει νὰ ἀποθάνη «εἰ γὰρ κατὰ σάρκα ζῆτε, μέλλετε ἀποθνήσκειν» (Ρωμ. η´ 13). Ἀλλὰ μὲ τὴν παρθενίαν καὶ ἀφθαρσίαν τοῦ σώματος, μὲ τὴν καθαρότητα καὶ ἀπάθειαν τῆς ψυχῆς. Μὲ τὴν πνευματικὴν γνῶσιν καὶ θεωρίαν τοῦ νοὸς καὶ μὲ τὰς λοιπὰς ζωοποιοὺς ἀρετὰς καὶ καλὰ ἔργα, τὰ ὁποῖα εἶναι τῆς νέας ζωῆς τοῦ καινοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος ἀφ᾽ οὗ ἀνέστη, ἔζησε μίαν νέαν ζωήν, ἐλευθέραν ἕως καὶ ἀπὸ τὰ ἀδιάβλητα πάθη τῆς φύσεως, πείναν δηλ. καὶ δίψαν καὶ ψύχραν καὶ τὰ λοιπά.
.          Ἔτσι καὶ ἐσὺ ὡς συναναστηθεὶς τῷ Χριστῷ διὰ τῆς πίστεως, χρεωστεῖς νὰ ζήσης ἐλεύθερος κἂν ἀπὸ τὰ διαβεβλημένα πάθη καὶ ἁμαρτίας καὶ νὰ φυλάττης καθαρὰν αὐτὴν τὴν νέαν ζωὴν ὅπου σοῦ ἐχάρισεν ὁ Χριστὸς καὶ μὴ σὲ πλανήση ὁ διάβολος λέγωντάς σου εἰς αὐτὰς τὰς ἁγίας ἡμέρας: τώρα εἶναι Ἀνάστασις καὶ λαμπρὰ καὶ τρῶγε, πίνε, εὐφραίνου, ξεφάντωνε. Διότι λέγει ὁ θεῖος Χρυσόστομος, ὅτι ἂν καὶ ὁ καιρὸς τῆς νηστείας ἐπέρασεν, ἀλλ᾽ ὁ καιρὸς τῆς ἐγκρατείας εἶναι πάντοτε μὲ ἡμᾶς καὶ μάλιστα, διότι ἡ ἁγία Πεντηκοστὴ εἶναι ὀπίσω καὶ μᾶς προσμένει καὶ πρέπει νὰ καθαριζώμεθα εἰς τὰς ἡμέρας ταύτας, διὰ νὰ λάβωμεν εἰς τὴν ψυχήν μας τὸν ἐρχομὸν καὶ τὴν Χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καθὼς καὶ ἡ Ἐκκλησία οὕτω ψάλλει: «νέαν καὶ καινὴν πολιτείαν παρὰ Χριστοῦ μεμαθηκότες, ταύτην μέχρι τέλους φυλάττειν, διαφερόντως πάντως σπουδάσωμεν, ὅπως Ἁγίου Πνεύματος τὴν παρουσίαν ἀπολαύωμεν.» Ὅθεν εἶπε καὶ ὁ μέγας Βασίλειος «πῶς ἡμᾶς ἡ Πεντηκοστὴ ὑποδέξεται, οὕτω τοῦ Πάσχα καθυβρισθέντος, ἡ Πεντηκοστή τοῦ Πνεύματος ἔσχε τοῦ ἁγίου τὴν ἐναγῆ καὶ πᾶσι γνωρίμην ἐπιδημίαν, σὺ δὲ προλαβὼν σεαυτόν, οἰκητήριον τοῦ ἀντικειμένου ἐποίησας Πνεύματος, ἐγένου ναὸς εἰδώλων, ἀντὶ τοῦ γενέσθαι ναὸς Θεοῦ διὰ τῆς ἐνοικήσεως τοῦ Πνεύματος τοῦ Ἁγίου καὶ ἐπεσπάσω τὴν ἀρὰν τοῦ προφήτου εἰπόντος ἐκ προσώπου τοῦ Θεοῦ “ὅτι στρέψω τὰς ἑορτὰς αὐτῶν εἰς πένθος” (Ἀμώς ϛ´ 16)» (Ἐν τῷ τέλει τοῦ «Κατὰ μεθυόντων» λόγου).
.          Εὐχαρίστησε τὸν Κύριον διὰ τὰ χαρίσματα ὅπου σοῦ ἐχάρισε διὰ μέσου τῆς Ἀναστάσεώς Του καὶ μάλιστα διότι σὲ ἔκαμε μὲ τὴν Ἀνάστασίν Του καινούργιον ἀντὶ παλαιοῦ «εἴ τις ἐν Χριστῷ καινὴ κτίσις» (Β´ Κορ. ε´ 17). Καὶ ἐπειδὴ κατὰ τοὺς νηπτικοὺς καὶ θεοσόφους Πατέρας, τρεῖς εἶναι αἱ ἀναστάσεις ὅπου ἐνεργοῦνται μυστικῶς καὶ ἠθικῶς εἰς τὸν ἄνθρωπον, ἡ μία τοῦ σώματος, ἡ ἄλλη τῆς ψυχῆς καὶ ἄλλη τοῦ νοός 4. Ἡ μία τῆς ἀρετῆς ἥτις κατορθοῦται διὰ τῆς πρακτικῆς φιλοσοφίας, ἡ ἄλλη τοῦ λόγου, ἥτις κατορθοῦται διὰ τῆς τῶν ὄντων θεωρίας καὶ πνευματικῆς γνώσεως καὶ ἄλλη τῆς ὑπὲρ λόγον σιγῆς, ἥτις κατορθοῦται διὰ τῆς ἁρπαγῆς πρὸς Θεόν. Παρακάλεσαι τν σήμερον ναστάντα Κύριον ν νεργήση ες τν αυτόν σου δι τς Χάριτός Του ατς τς τρες ναστάσεις κα ν ζωοποιήση τ σμά σου που νεκρώθη π τν μπάθειαν, τν ψυχήν σου που νεκρώθη π τν δυπάθειαν, κα τν νον σου τν νεκρωθέντα π τν προσπάθειαν. Καὶ οὕτω ζωοποιήσας αὐτὰ τὰ τρία μέρη διὰ τῆς ἀπαθείας, ν σ ξιώση ν ναστηθς π δ μαζ μ Ατόν, χι δι ψιλς πίστεως, λλ δι πείρας κα νοερς ασθήσεως, στε ν λέγης κατ λήθειαν κα χι μ λόγον μόνον τό: «νάστασιν Χριστο θεασάμενοι, προσκυνήσωμεν γιον Κύριον». Κα ν βασιλεύη κα ν ζ Χριστς μόνος ες σένα κα σ ντιστρόφως ν βασιλεύεσαι κα ν ζς ες μόνον τν Χριστόν, κατὰ τὴν παραγγελίαν ὅπου σοῦ δίδει ὁ Ἀπόστολος: «ἵνα οἱ ζῶντες μηκέτι ἑαυτοῖς ζῶσιν, ἀλλὰ τῷ ὑπὲρ αὐτῶν ἀποθανόντι καὶ ἐγερθέντι» (Β´ Κορ. ε´ 15).

 

 http://christianvivliografia.wordpress.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου