Το Σάββατο της Διακαινησίμου εβδομάδος η Εκκλησία μας τιμά άπαντες τούς Αγίους Κολλυβάδες Πατέρες. Πρόκειται για οσιακές μορφές κυρίως του 18ου και του 19ου αιώνος, αν και δεν είναι άτοπο να συγκαταριθμήσουμε μαζί τους και άλλους Πατέρες του 20ου, οι οποίοι αγωνίστηκαν να επαναφέρουν στο προσκήνιο την γνήσια ορθόδοξη πνευματική ζωή. Η αρχή έγινε με οξείες διαφωνίες με άλλους αγιορείτες που υποστήριζαν την κατά την Κυριακή τέλεση των μνημοσύνων αλλά και την σπάνια συμμετοχή στην θεία Κοινωνία. Οι «Κολλυβάδες»- όνομα που τους επιδόθηκε σκωπτικά- αγωνίστηκαν να συνδέσουν τους ορθοδόξους της εποχής τους με την λοιπή ιερή ασκητική Παράδοση της Εκκλησίας μας, όχι μόνον διότι το ορθό ήταν να τελούνται τα μνημόσυνα το Σάββατο και οι Χριστιανοί να κοινωνούν συχνά, αλλά επειδή γενικότερα η ησυχαστική ζωή της Εκκλησίας είχε παραγκωνισθεί. Αυτός είναι και ο λόγος που οι Κολλυβάδες προτείνουν διαρκώς θέσεις του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Βέβαια, όπως τότε ο μεγάλος αυτός Πατήρ παρεξηγήθηκε έτσι και αυτοί παρεξηγήθηκαν, πολεμήθηκαν και διώχθηκαν προς χάρη της Αλήθειας. Το Φιλοκαλλικό Πνευματικό κίνημα αυτών των Οσίων οφείλουμε να το βιώνουμε διαρκώς εντός της Εκκλησίας, εάν θέλουμε να είμαστε συνδεδεμένοι με ολόκληρη την αγιοπνευματική Παράδοση Αυτής. Το φοβερότερο είναι πως ακόμη και σήμερα, ενώ πλέον έχουν ανακηρυχθεί Άγιοι της Εκκλησίας και εμείς είμαστε σε θέση να παρατηρήσουμε πως όσα δίδαξαν είναι απολύτως σύμφωνα προς την Ιερά Παράδοση της Εκκλησίας μας, κατηγορούνται και συκοφαντούνται από κάποιους που θεώρησαν εαυτούς ανωτέρους των Αγίων.

κειμ. ΙΜ Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου
εικών Δημητρέλος

Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2013

ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ Ο ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

   
Ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης ἀναγεννήθηκε μὲ τὸ βάπτισμά του καὶ παρέμεινε πιστός διὰ βίου στὴν Ἐκκλησία, τὴν ὁποία ὀρθοδόξως κατανοεῖ ὡς σῶμα Χριστοῦ καὶ ὄχι ὡς σωματεῖο χριστιανῶν. Καταθέτοντας τὴν αὐτοσυνειδησία του, ὁμολογεῖ: «Ἐγώ εἶμαι τέκνον γνήσιον τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐκπροσωπουμένης ὑπὸ τῶν Ἐπισκόπων Της. Ἐὰν δὲ τὐχὸν πολλοί τούτων εἶναι ἁμαρτωλοί, ἁρμοδία νὰ κρίνει εἶναι μόνον ἡ Ἐκκλησία, καὶ μόνον τὸ ἄπειρον ἔλεος τοῦ Θεοῦ ἡμεῖς πρέπει νὰ ἐπικαλώμεθα. Τὸ κῦρος καὶ τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ἡμεῖς δὲν τὰ συγχέομεν μὲ τὰς ἁμαρτίας τῶν προσώπων, καθώς οἱ παρασυνάγωγοι»11.

Δὲν παραλείπει, βεβαίως, νὰ γίνεται κάποτε καὶ ἀγαπητικὰ καυστικός, ἀναφερόμενος σὲ κείμενά του στὴν ἀπροθυμία ἐνίων Κληρικῶν καὶ δὴ ἀγάμων νὰ εἶναι γνήσιοι σ’ ὅ,τι ἐπαγγέλονται ὅτι εἶναι καὶ στὴν ἀντιευαγγελικὴ ἐπιλογὴ ἄλλων τινων νὰ βόσκουν ἑαυτοὺς καὶ ὄχι τὰ πρόβατα12. Ὠφέλιμο θὰ ἦταν νὰ μελετήσουμε καὶ αὐτὰ τὰ ἔργα του, ὅπως λ.χ. «Ὁ καλόγερος»13, «Τὰ πτερόεντα δῶρα»14, «Ἡ ἐπίσκεψη τοῦ Ἁγίου Δεσπότη»15, «Ἐκκλησιαστικοί Ρήτορες καὶ Ἱερά Σύνοδος»16, «Ἱερεῖς τῶν πόλεων καὶ Ἱερεῖς τῶν χωρίων»17 καὶ ἄλλα.

Ὡς υἱός εὐλαβοῦς Ἱερέως, ὁ Ἀλέξανδρος, ἀνατράφηκε μὲ τὶς Θεῖες Λειτουργίες, τὰ Ἱερὰ βιβλία, τὰ μυροβόλα συναξάρια, τὰ πατερικὰ καὶ νηπτικὰ κείμενα, τὴν φιλοκαλία, τὶς ἀσματικὲς ἀκολουθίες, τὶς ἅγιες εἰκόνες, τὶς ἀπαράβατες ἐκκλησιαστικὲς παραδόσεις, τὰ ὡραῖα ἔθιμα, τὰ ἐξαίρετα ἤθη, τὸ μεθυστικὸ καὶ ἀναγεννητικὸ ἄρωμα τῆς κολλυβάδικης ἁγιορειτικῆς παραδόσεως, τὴν ὁποία σθεναρῶς ὑπερασπίζεται, ὑπογραμμίζοντας γιὰ τοὺς Κολλυβάδες ὅτι «τὸ σκωπτικὸν ἐπίθετον ἀναξίως ἐδόθη αὐτοῖς ὑπὸ φθονερῶν τοῦ μοναστικοῦ βίου ἀπτήνων»18 καὶ σημειώνοντας ἐπιπροσθέτως ὅτι «ἐκ τῶν Κολλυβάδων ἦσαν ἐκ τῶν παλαιῶν λογίων πατέρων ὁ Κορίνθου Μακάριος, ὁ Νοταρᾶς, ἅγιος τιμώμενος, Ἀθανάσιος ὁ Πάριος καὶ Νικόδημος ὁ πολυγραφώτατος, ὁ Κύριλλος, ὁ Ἠλίας, ὁ Ἀρσένιος καὶ ἄλλοι ἐνάρετοι πατέρες»19.

«Παρὰ τῶν ἱεροπρεπῶν ἐκείνων Κολλυβάδων ἐδιδάχθη ὁ πατέρας του, ὅπως καὶ οἱ ἀρχαιότεροι τῆς νήσου ἐφημέριοι, τὴν τῶν μυστηρίων τέλεσιν άναδειχθείς φίλος ἀκραιφνής τῆς τάξεως ἐν τῇ προσευχῇ τῇ προκαλούσῃ τὴν κατάνυξιν»20, καθώς ὁ ἴδιος (ὁ Παπαδιαμάντης) ἀνέφερε στὴ νεκρολογία γιὰ τὸν πατέρα του. Ὁ Παπαδιαμάντης εἶναι Ἱεροψάλτης καὶ Ἀναγνώστης. Ἄνθρωπος τῆς προσευχῆς καὶ τῶν ἀγρυπνιῶν. Ἀξιοπρόσεκτη εἶναι ἡ περιγραφή τέτοιων ἀγρυπνιῶν, ποὺ ἔκαμε ὁ ἀείμνηστος πατήρ Φιλόθεος Ζερβᾶκος21. Ὅπως φαίνεται ἀπ’ τὰ ἔργα του, ὁ κυρ- Ἀλέξανδρος γνωρίζει πολύ καλὰ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὰ βιβλία τῆς Ἐκκλησίας, ἰδιαίτερα τὰ ὑμνογραφικὰ. Χαρακτηριστικὰ σημειώνει ὁ κ. Νῖκος Τριανταφυλλόπουλος, ὁ ὁποῖος πρόσφατα ἀνηγορεύθη ἐπίτιμος διδάκτωρ τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ., ὁ ὑπ’ Αὐτῆς δικαίως χαρακτηρισθείς ὡς ὁ πατριάρχης τῶν μελετητῶν τῶν παπαδιαμαντικῶν ἔργων, «τὰ πράγματα αὐτὰ τὰ ἤξερε καλύτερα καὶ ἀπὸ τὴν παλάμη του»22. Ζεῖ καὶ διασώζει τὴν ἁπλῆ εὐλαβικὴ λαϊκὴ εὐσέβεια καὶ παράδοση. 

Περιγράφει τὰ ἔθιμα καὶ τὰ πανηγύρια, ποὺ κέντρο τους ἔχουν τὴν Θεία Λειτουργία. Δὲν ὑπάρχουν ὡραιότερα διηγήματα Χριστουγεννιάτικα, Πασχαλινὰ καὶ ἄλλα ἑορταστικὰ, ποὺ νὰ συνδυάζουν τόσο ἁρμονικὰ τὴ Θεολογία καὶ τὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων. Πιστεύει θερμὰ στὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἁγίους καὶ στὰ θαύματά τους. «Μικρός ἐζωγράφιζα Ἁγίους…»23 θὰ σημειώσει στὴν αὐτοβιογραφία του.Μιὰ φορὰ, διηγεῖται ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης, ἔγινε καλὰ ἀπὸ ἰσχυρὸ πονόδοντο καὶ ἔγραψε άκολουθία στὸν Ἅγιο Ἀντίπα, ποὺ προστατεύει ὅσους πονοῦν στὰ δόντια. Καὶ βέβαια καὶ σ’ ἄλλους ἁγίους ἔγραψε ὑμνολογίες, κυρίως ὅμως στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Ἰδιαίτερη πράγματι, εἶναι ἡ εὐλαβική σχέση του μὲ τὴν Παναγία, εὐθέως ἀνάλογος μὲ ἐκείνη τῶν Σκιαθιτῶν. Στὸ διήγημά του «Ρεμβασμός τοῦ Δεκαπενταυγούστου»24 π.χ. περιγράφει αὐτὴ τὴ σχέση: «τὸ πάλαι ἐδῶ, στὸ Ναὸ τῆς Παναγίας τῆς Πρέκλας, δηλαδὴ, οἱ χριστιανοί, ἤρχοντο τὰς ἡμέρας αὐτὰς νὰ εὕρωσι, διὰ τῆς ἐγκρατείας καὶ τῆς προσευχῆς καὶ τοῦ Ἱεροῦ ἄσματος, ἀναψυχὴν καὶ παραμυθίαν…». «Στὸν μέγαν Παρακλητικὸν Κανόνα, ὅπου διεκτραγωδοῦνται τὰ παθήματα καὶ τὰ βάσανα μιᾶς ψυχῆς…

Ἐκεῖ ὅπου κανείς παρεκάλει, διὰ τοῦ ἄσματος, τὴν Παναγίαν, νὰ εἶναι μεσίτρια πρὸς τὸν Θεὸν, «μὴ μοῦ ἐλέγξη τὰς πράξεις, ἐνώπιον τῶν Ἀγγέλων…». Ὦ, αὐτὸ εἶχε τὴν δύναμιν καὶ τὸ προνόμιον νὰ κάμνῃ πολλὰ ζεύγη ὀφθαλμῶν νὰ κλαίωσι, τὸν παλαιὸν καιρὸν, ὅταν οἱ ἄνθρωποι ἔκλαιον ἀκόμη ἑκούσια δάκρυα ἐκ συναισθήσεως…». Τὴν ἴδια θαλπωρὴ καὶ παραμυθία, μᾶς πληροφορεῖ, ἐπιζητοῦν
οἱ προσκυνητές στὸ πανηγύρι τῆς Παναγίας τῆς Κεχριᾶς, καθώς προσεγγίζουν τὴν σεβασμίαν καὶ παλαιὰν εἰκόνα τῆς Κοιμήσεως…», ὅπως καὶ οἱ νοσταλγοί τοῦ Κάστρου καὶ διακονητές τῆς Παναγίας τῆς Μεγαλομάτας. Στὴν λεπτομερῆ ὅμως διήγησή του γιὰ τὴν εὕρεση τῆς Ἱερᾶς Εἰκόνος τῆς Παναγίας τῆς Κουνίστρας, τὴν ὁποία θεωρεῖ καὶ ὀνομάζει κοινὸν σέβασμα καὶ ἁγίασμα τῶν χριστιανῶν καὶ πολιοῦχον τῆς νήσου καὶ θεόπεμπτον κειμήλιον, εἶναι ἐμφανέστατος αὐτός ὁ ὑποκάρδιος σεβασμός καὶ τὸ φίλτρο πρὸς τὴν Θεομήτορα, ἡ ὁποία, καθώς ἀναφέρει, «πολλοὺς (δὲ) ἁγιασμοὺς καὶ ἰάσεις εἰς τοὺς μετὰ πίστεως ἐπικαλουμένους ἐνεργεῖ…»25.

Στὸ ἔργο αὐτὸ περιγράφεται καὶ ἡ βαθειά πνευματική σχέση μὲ τὸ Μοναστῆρι τῆς Κουνίστρας, τὸ «μονύδριον» κατὰ τὴν δυτικὴν ἀκτὴν τῆς νήσου Σκιάθου, τὸ προσκύνημα ὅλων τῶν χριστιανῶν τῆς νήσου, μὲ τὸ ὁποῖο καὶ ἡ οἰκογένειά του διατηροῦσε ἀπὸ παλιὰ πνευματικοὺς δεσμοὺς. Στὸν ἴδιο τόνο ἀποκαλυπτικὰ ἱερῶν συναισθημάτων εἶναι καὶ τὰ ποιήματά του στὴν Παναγίτσα στὸ Πυργί, στὴν Παναγία τὴν Σαλονικιὰ, στὴν Παναγία τὴν Κεχριὰ, στὴν Παναγία τὴν Κουνίστρα, στὴν Παναγία τοῦ Ντομὰν26. Ὁ Παπαδιαμάντης σέβεται καὶ τιμᾶ οὐσιαστικὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση, προβάλλοντας τὴν ἀλήθεια τῆς κοινωνικῆς ζωῆς. Ἡ ἄρνηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως θεωρεῖ ὅτι μᾶς ἐξομοιώνει μὲ τοὺς Προτεστᾶντες. Γράφει σὲ ἐπιστολὴ του: «Ἡ οὐσία τοῦ Προτεσταντισμοῦ δὲν ἔγκειται τόσον ἐν τῇ τιμῇ τῶν εἰκόνων καὶ τῶν λειψάνων, ὅσον ἐν τῇ ἀπορρίψει τοῦ κύρους τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τῶν Πατέρων καὶ τῆς παραδόσεως, ἐν τῇ ἀπολύτῳ ἐλευθερίᾳ τοῦ ἑρμηνεύειν ἕκαστον τὰς Γραφὰς, ὅπως ἂν αὐτῷ ἀρέσκη».27

Εἶναι ἀκτήμων καὶ ἐλεήμων, φτωχός, ἁπλός, λιτός, σεμνός, ταπεινός καὶ ἀσκητικός. Στερεῖται καὶ τὸν ἐπιούσιο καὶ, ἐν τούτοις, ἔχει τὸ κουράγιο νὰ πῆ: «Μοῦ φθάνουν οἱ 100 δραχμές», ἔναντι τῶν 150, ποὺ κάποτε τοῦ προσέφεραν, ὡς ἀνταμοιβὴ τοῦ κόπου του. Πόσο ἀξιοπρόσεκτη κάνει τὴν ἔντιμον πενίαν στὴν ἐποχὴ μας, τὴν ἐποχὴ τῆς ἀπληστίας! «Πρέπει νὰ μένη τις ἐν τῇ τάξει ἐν ᾗ εὑρέθη ἀπ’ ἀρχῆς, ὅσον ταπεινή, ὅσον πενιχρά καὶ ἂν φαίνεται αὕτη. Αἱρετωτέρα δὲ ἀείποτε ἡ ἔντιμος εὐτέλεια τῆς ἀδόξου πολυτελείας καὶ τρυφῆς» ἰσχυρίζετο. Προτιμᾶ τὴν συντροφιὰ τῶν ἁπλῶν ἀνθρώπων καὶ προσπερνᾶ μὲ ἀξιοζήλευτη ἐλευθερία τὶς τιμὲς γιὰ τὸ ἔργο του, σάν νὰ μὴν εἶδε καὶ νὰ μὴν ἄκουσε. Ὅταν ἡ πριγκήπισσα Μαρία ὀργάνωσε πρὸς τιμὴν του μιὰ μεγάλη φιλολογικὴ γιορτὴ στὸν «Παρνασσὸ», ὅλη ἡ Ἀθήνα πῆγε, ἐκτός ἀπὸ τὸν τιμώμενο συγγραφέα. Εἶχε καταφύγει στὴ φιλοξενία τοῦ Νίκου καὶ τῆς Πολυξένης Μπούκη. Κάθισαν ἔξω, στὴ μικρὴ ταράτσα τοῦ σπιτιοῦ, καὶ τότε εἶπε: - Ἀπόψε μὲ περιμένει ἡ πριγκήπισσα Μαρία, μὲ ὅλη τὴν πλούσια κοινωνία τῶν Ἀθηνῶν. Οἱ Μπούκηδες σαστισμένοι: - Μὰ, κύριε Ἀλέξανδρε, τί κάνετε λοιπόν ἐδῶ; - Ἔννοια σας, κυρία Πολυξένη. Εἶμαι πολύ καλύτερα μαζί σας. Ὅλ’ αὐτὰ δὲν ἔχουν γιὰ μένα καμιὰ σημασία. Προτιμῶ νὰ περάσω τὴ βραδιὰ στὸ σπίτι σας. Κυρία Πολυξένη, κάνε μου, παρακαλῶ, ἕνα χαμομήλι καὶ δός μου ἕνα σπίρτο. Ἄναψε τὸ τσιγάρο του καὶ ἄρχισε νὰ ψάλλῃ28.

Πονάει ἡ ψυχή του, συναντῶντας παντοῦ τὸν ὑλισμὸ. Γράφει εὑρισκόμενος στὴν Ἀθήνα: «Ἐδῶ θεοποιεῖται φανερὰ ὁ Μαμωνᾶς. Χιλιάκις καλύτερον θὰ ἦτο ἐὰν ὑπῆρχεν ἀκόμα ἡ ἀρχαία ποιητικἠ εἰδωλολατρία. Τώρα ὅμως ἡ πράγματι ἐπικρατοῦσα θρησκεία εἶναι ὁ πλέον ἀκάθαρτος καὶ κτηνώδης ὑλισμός. Μόνον κατὰ πρόσχημα εἶναι ἡ χριστιανοσύνη»29. Ὡστόσο, ἐκτός ἀπὸ τὴν πρακτικὴ ἀθεΐα, θεωρεῖ παντελῶς ἀπαράδεκτη καὶ τὴν θεωρητικὴ. Πιστεύει ὅτι εἶναι παρόλογο νὰ ἀρνεῖται κάποιος ἀκόμη καὶ αὐτὴν τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ. Στὸ ἄρθρο του «Ἡ ἔννοια τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ ὑλισμός», μεταξύ ἄλλων, γράφει: «…Πρὸ τῶν σήμερον ὑλιστῶν, δαρβινιστῶν καὶ θετικιστῶν ὑπῆρξαν οἱ ἀπαισιόδοξοι, οἱ ὀρθολογισταί καὶ οἱ κριτικισταί· ἀλλά παρῆλθον· πρὸ αὐτῶν ἦσαν οἱ πανθεϊσταί, ἀλλά ἐξέλιπον. Παρέρχονται, κρύπτονται ἐν τῇ σκιᾷ, ἀφανίζονται, ἀφοῦ ἐπὶ βραχύ τέρψωσι τοὺς φιλοκαίνους καὶ τοὺς φιλαναγνώστας διὰ περιέργου συναυλίας λέξεων καὶ γνωμῶν. Ὁ δὲ Χριστιανισμός ἔμεινε καὶ θὰ μένῃ». «…τῶν θνητῶν ἡ διάνοια θὰ στρέφεται ἀείποτε πρὸς τὸ θεῖον ὡς πρὸς τὴν μόνην αὐτῆς ἀνάπαυσιν ἤ τὸν μόνον ἀγῶνα»30.

Ὁ Παπαδιαμάντης ἔχει σοβαρὰ ἀσχοληθεῖ μὲ τὴν ἀνθρώπινη ψυχὴ. Ἔχει μελετήσει τὴ Θεία Γραφὴ, ἡ ὁποία διδάσκει ὅτι ὁἄνθρωπος ὀφείλει νὰ ὑπακούει τὸ Θεὸ, νὰ τὸν διακονεῖ θυσιαστικὰστὸ πρόσωπο τοῦ κάθε πλησίον. Οἱ σχέσεις τοῦ ἀνθρώπου, ὅμως,διαταράσσονται διὰ τῆς ἁμαρτίας. Τὰ ἔργα τοῦ Παπαδιαμάντη εἶναι γεμᾶτα ἀπὸ ἁμαρτωλοὺς. Περιγράφονται ἐκεῖ ἄσωτοι, ἄθεοι,βλάσφημοι, κλέφτες, φιλόδοξοι, λαίμαργοι, μέθυσοι, ἄδικοι,ὑποκριτές φθονεροί, ἱερόσυλοι, φονιάδες & αὐτόχειρες ἀκόμη.Γνωρίζει τὸ εὐπερίστατον τῆς ἁμαρτίας καὶ θεωρεῖ τὴν Ἐκκλησία σάν θεραπευτήριο τῶν ἀνθρώπων, διὰ τῆς μετανοίας.Συγκλονιστική εἶναι ἡ περιγραφή τῆς εἰλικρινοῦς ἐξομολογήσεωςτῆς ἀδελφῆς Ἀγάπης στὸν Γέροντα Ἀμμοῦν, ποὺ τόσο πολύ διέφερεποιοτικὰ ἀπὸ τὶς ἀμέτρητες τυπικὲς ἐξομολογήσεις ποὺ ὁ Γέρων Πνευματικός εἶχε δεχθεῖ καὶ ποὺ ἔκαμε καὶ τὸν ἴδιο νὰδιερωτᾶται, ἂν καὶ αὐτός ἐξωμολογήθη ποτὲ εἰλικρινῶς, ἀλλά μετ’ ἀληθοῦς καὶἀνυποκρίτου εἰλικρινείας, πρὸς τὸν πνευματικὸν αὐτοῦ πατέρα.Αὐτή ἡ περιγραφή, ποὺ ἀκολουθεῖ τὴν τόσο ρεαλιστικὴ ρήσηὅτι «τὰ μυστικὰ, ἅτινα κρύπτουσιν οἱ ἁμαρτωλοί κατὰ τὴν ἐξομολόγησιν, τοὺς τρώγουσι ζῶντας, καθώς οἱ σκώληκες θὰ μᾶς φάγωσι νεκροὺς»31 καὶ θὰ ἦταν ὠφέλιμο νὰ περιέχεται στὰἐγχειρίδια τῆς ἐξομολογητικῆς, προϋποθέτει ἀσφαλῶς βαθειὰ γνώση τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, τὴν ὁποία μόνον ὁ τίμια αὐτοκρινόμενος, ὁ ἀληθινὰ πνευματικός ἄνθρωπος ἠμπορεῖ νὰ κατέχει.

Τὴν Ἐκκλησία τὴ διακηρύσσει ὡς φιλόστοργη μητέρα καὶ πηγή πάσης παραμυθίας. Σ’ αὐτὴν καταθέτει, κατὰ τὸν Ν. Γαβριήλ Πεντζίκη, τὸν πεπτωκότα ὀργανισμὸ. Σὲ ὅλα τὰ ἔργα του φαίνεται διάχυτη αὐτή ἡ εὐσπλαχνία τοῦΘεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο. Τὴν Χριστίνα, π.χ, τὴν δασκάλα, ποὺ ζοῦσε χωρίς στεφάνι, τὴν βλέπει μὲ συμπάθεια, γι’ αὐτὸ, στὸ τέλος τοῦ διηγήματός του, γράφει γι’ αὐτὴν: «Ἀλλ’ Ἐκεῖνος, ὅστις ἀνέστη “ἕνεκα τῆς ταλαιπωρίας τῶν πτωχῶν καὶ τοῦ στεναγμοῦ τῶν πενήτων“, ὅστις ἐδέχθη τῆς ἁμαρτωλῆς τὰ μύρα καὶ τὰ δάκρυα καὶ τοῦ ληστοῦ τὸ Μνήσθητί μου, θὰ δεχθῆ καὶ αὐτῆς τῆς πτωχῆς τὴν μετάνοιαν, καὶ θὰ τῆς δώσῃ χῶρον καὶ τόπον χλοερὸν, καὶ ἄνεσιν καὶ ἀναψυχὴν εἰς τὴν βασιλείαν Του τὴν αἰωνίαν»32.Τὸ ἄπειρον ἔλεος τοῦ Θεοῦ ἐπικαλεῖται καὶ γιὰ τοὺς κεκοιμημένους, γράφοντας ὅτι μνημόσυνα ὑπὲρ ἀναπαύσεως τῶν κεκοιμημένων μόνον οἱ ὀρθόδοξοι δικαιοῦνται καὶ ὀφείλουσι νὰ τελέσωσι, σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς δυτικοὺς, ποὺ διδάσκουν τὰ περὶ καθαρτηρίου πυρός.

Σχολιάζει: «Ἡμεῖς Καθαρτήριον δὲν ἠξεύρομεν, πιστεύομεν ὅμως ὅτι ὁ Θεός, ἐν τῷ ἀπείρῳ Αὐτοῦ ἐλέει, πολλὰς πολλῶν ἁμαρτίας θὰ συγχωρήσῃ, δεχόμενος τὰς μυστικὰς θυσίας καὶ τὰς ἐν αὐταῖς γινομένας εὐλαβῶς μνείας τῶν κεκοιμημένων. Περὶ Καθαρτηρίου δὲ καὶ ἄλλων τοιούτων δὲν πολυπραγμονοῦμεν. Οἱ Δυτικοί θεολόγοι εἶναι δεινοί εἰς τὸ νὰ περιγράφωσιν ἐπὶ τὸ φανταστικώτερον καὶ τὰς Κολάσεις καὶ τὰ Καθαρτήρια. Ἡμεῖς γνωρίζομεν μόνον ὅτι αἱ ψυχαί τῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν, ὅσοι ἡμάρτησαν ὡς ἄνθρωποι, εἶναι εἰς τὸ ἄπειρον ἔλεος τοῦ Θεοῦ»33. Στὸ Λαμπριάτικο ψάλτη34 γίνεται ἰδιαίτερος λόγος γιὰ τὴν δύναμη τῶν μνημοσύνων καὶ τῶν ὑπὲρ τῶν κεκοιμημένων προσφορῶν.Ὁ Παπαδιαμάντης πονάει ὅταν βλέπει τὴν Ἑλληνικὴ κοινωνία νὰ ρέπει πρὸς τὸν μιμητισμὸ καὶ τὴν ξενομανία, τὸ νὰ χάσκη τις πρὸς τὰ ξένα καὶ νὰ περιφρονῆ τὴν Ἑλληνορθόδοξη παράδοση. Ὅταν τὸν κατηγοροῦν ὅτι τὰ ἔργα του εἶναι κυρίως θρησκευτικὰ, γράφει:

«Μὴ θρησκευτικὰ, πρός Θεοῦ! Τὸ Ἑλληνικὸ ἔθνος δὲν εἶναι Βυζαντινοί, ἐννοήσατε; Οἱ σημερινοί Ἕλληνες εἶναι κατ’ εὐθείαν διάδοχοι τῶν ἀρχαίων. Ἔπειτα, ἐπολιτίσθησαν, ἐπροώδευσαν καὶ αὐτοί. Συμβαδίζουν μὲ τἆλλα Ἔθνη. Ποίαν ποίησιν ἔχει τὸ νὰ γράφῃς ὅτι ὁ Χριστός δέχεται τὴν λατρείαν τοῦ πτωχοῦ λαοῦ» καὶ ὅτι ὁ πτωχός Ἱερεύς «προσέφερε τῷ Θεῷ θυσίαν αἰνέσεως»; Καὶ νὰ περιγράφῃς τὸ ἐσωτερικὸν τοῦ ναΐσκου… Δὲν τὰ ἐννοοῦμεν ἡμεῖς αὐτὰ. Ἡμεῖς θέλομεν διήγημα, τὸ ὁποῖον νὰ εἶναι ὅλον ποίησις, ὄχι πεζή πραγματικότης… Διὰ νὰ δώσωμεν πέρας εἰς τὸ προοίμιον αὐτὸ, θὰ εἴπωμεν μὲ δύο λέξεις ὅτι: τὸ σημερινὸν ἔθνος δὲν ἐπῆγε, δυστυχῶς, τόσον ἐμπρός, ὅσο λέγουν αὐτοί… Ἄγγλος, Γερμανός ἤ Γάλλος δύναται νὰ εἶναι κοσμοπολίτης ἤ ἀναρχικός ἤ ἄθεος ἤ ὁ,τιδήποτε. Ἔκαμε τὸ πατριωτικὸν χρέος του, ἔκτισε μεγάλην πατρίδα. Τώρα εἶναι ἐλεύθερος νὰ ἐπαγγέλεται, χάριν πολυτελείας, τὴν ἀπιστίαν καὶ τὴν ἀπαισιοδοξίαν. Ἀλλά Γραικύλος τῆς σήμερον, ὅστις θέλει νὰ κάμη δημοσίᾳ τὸν ἄθεον ἤ τὸν κοσμοπολίτην, ὁμοιάζει μὲ νᾶνον ἀνορθούμενον ἐπ’ ἄκρων ὀνύχων καὶ τανυόμενον νὰ φθάσῃ εἰς ὕψος καὶ νὰ φανῆ καὶ αὐτός γίγας . Τό Ἑλληνικὸν ἔθνος… θὰ ἔχει διαπαντός ἀνάγκη τῆς θρησκείας του»35.

Καὶ παραδέχεται μετὰ παρρησίας «τὰ πλεῖστα τῶν ὑπ’ ἐμοῦ γραφέντων διηγημάτων… εἶναι μᾶλλον θρησκευτικὰ»36. «Δύνασαι, (ἐρωτᾶ τοὺς ἐπικριτὲς του) νὰ δημοσιεύης ἐν ἡμέραις ἑορτῶν διηγήματα ἤ περιγραφὲς, χωρίς νὰ κάμνῃς ποσῶς λόγον περὶ τῶν Χριστουγέννων καὶ τοῦ Πάσχα;». Καὶ προχωρεῖ εἰς τὴν ἀποκάλυψιν τῆς ἀληθινῆς αἰτίας, ἕνεκα τῆς ὁποίας τὸν κατακρίνουν· «Ἰδού λοιπόν τὸ αἴτιον τῆς δυσφορίας των -καὶ πόσον ἀφελῶς τὸ ὁμολογοῦσι… τὸ ἐξωτερικεύουσι. Νὰ φιλοξενηθῇς ἡγεμονικῶς εἰς τὰ μέγαρα μεγάλου ἄρχοντος, καὶ νὰ μὴ προπίης εἰς τιμὴν τοῦ οἰκοδεσπότου! Νὰ ἀπολαύσης (ξενίας δεσποτικῆς καὶ ἀθανάτου Τραπέζης) καὶ νὰ μὴ ἀποδώσῃς εὐχαριστίαν εἰς τὸν ἑστιάτορα!...»37.Πρέπει νὰ θυμηθοῦμε ἐδῶ ἄλλη εὔστοχη ἐπισήμανση τοῦ κ. Νίκου Τριανταφυλλόπουλου, ὅτι σκοντάφτουν, ὅσοι σκοντάφτουν, ὄχι στὴν γλῶσσα, ἀλλά στὰ πράγματα ποὺ ἀποκαλύπτει μὲ τὴ γλῶσσα του καὶ τὸ γρᾶμμα του ὁ Παπαδιαμάντης38.

Δικαιολογημένα γράφει γιὰ τὸν Παπαδιαμάντη ὁ Γιάννης Τσαρούχης: «Ἀνήκει καὶ αὐτός, μαζί μὲ μιὰ πλειάδα Ἑλλήνων, στὴν ὁμάδα τῶν διαμαρτυρομένων Ἑλλήνων… Ὁ Παπαδιαμάντης, κάτω ἀπὸ τὸ ἥσυχο πνεῦμα του, κάτω ἀπὸ τὴν γαλήνη τὴν στηριγμένη στὴν χριστιανικὴ, ὀρθόδοξη πίστη, εἶναι πολύ πιὸ τραγικός, εἶναι πολύ πιὸ Εὐρωπαῖος στὶς ἀνησυχίες ἀπὸ πολλοὺς εὐρωπαΐζοντες, οἱ ὁποῖοι σήμερα δὲν θὰ ἔκαναν οὔτε γιὰ τὰ ἐπαρχιακὰ φύλλα μὲ τὶς ἐπαναστατικὲς τους ἰδέες καὶ μὲ τὶς πρωτοτυπίες τους»39. Πράγματι «στὰ Παπαδιαμαντικὰ κείμενα ἡ ἀρχαία Ἑλλάδα μοιάζει σαν ἀνθός ποὺ λυκνίστηκε στὸν πόθο γιὰ τὴν ἀλήθεια, ἐνῶ ἔδεσε τὸν καρπὸ του στὴν θαλπωρὴ τοῦ Ἡλίου τῆς δικαιοσύνης»40. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἴδιος πιστεύει ὅτι ἡ καλύτερη προσφορά στὴν πατρίδα μας εἶναι ἡ ἐν μετανοίᾳ ἄμεση ἐπιστροφή στὴν ἀνόθευτη καὶ γνήσια ἐκκλησιαστικὴ παράδοση. Συγκεκριμένα τονίζει: «Ἄμυνα περὶ πάτρης θὰ ἦτο ἡ εὐσυνείδητος λειτουργία τῶν θεσμῶν, ἡ ἐθνική ἀγωγή, ἡ χρηστή διοίκησις, ἡ καταπολέμησις τοῦ ξένου ὑλισμοῦ καὶ τοῦ πιθηκισμοῦ τοῦ διαφθείραντος τὸ φρόνημα καὶ ἐκφυλίσαντος σήμερον τὸ ἔθνος καὶ ἡ πρόληψις τῆς χρεωκοπίας»41.

Ὁ Παπαδιαμάντης, ὡς ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ἀγαπᾶ καὶ τὴν φύση. Δι’ αὐτῆς ἀνάγεται στὸν Δημιουργὸ, τὸν ὁποῖο μεγαλύνει γιὰ τὴν πανσοφία Του. Ὡστόσο, ἐπικρίνει ὅσους τοποθετοῦν τὴν κτίση στὴν λατρευτικὴ σχέση ποὺ ἀνήκει στὸ Θεὸ. Γράφει: «Μικροί ἀκούσιοι εἰδωλολάτρες διασώζοντες κατόπιν τόσων αἰώνων ἀσυνείδητον τὴν λατρείαν τῆς φύσεως». Λυπᾶται βέβαια γιὰ τὴν καταστροφὴ τοῦ κάλλους τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος καὶ γράφει μὲ πόνο ψυχῆς: «τὸ μιαρὸν πνεῦμα εἰσέβαλεν εἰς τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ». Διακηρύσσει ὅτι τὸ πρέπον ζῆν εἶναι τὸ ζῆν, ὄχι μόνον κατὰ φύσιν, ἀλλά κατὰ τὸν ὀρθὸν λόγον καὶ πρὸ πάντων, κατὰ τὸν θεῖον νόμον, δι’οὗ εὐλογεῖται μὲν ἡ φύσις, κυροῦται δὲ ὁ ὀρθός λόγος. «Καὶ δώσω ὑμῖν καρδίαν καινὴν, καὶ πνεῦμα καινὸν δώσω ὑμῖν. Καὶ ἀφελῶ ὑμῶν τὰς καρδίας τὰς λιθίνας καὶ δώσω ὑμῖν καρδίας σαρκίνας! Καὶ τὸν νόμον Μου ἐγγράψω ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν»42.

Ἀντιμετωπίζοντας δὲ, μὲ τὸ ἄρθρο του, ποὺ ἔχει τῖτλον: «Ἡ ἀληθής ὑγεία», κάποιους νεωτεριστὲς, νοσοῦντες ἐξ ἐλαφρότητος καὶ ρεκλαμομανίας, ποὺ ἀνακατώνουν ζητήματα (ποὺ ἔχουν νὰ κάμουν μὲ τὴν «ὑγιεινὴ διατροφὴ») λελυμένα ἀπὸ αἰώνων, θυμίζει τὴν ὑποχρεωτικὴ γιὰ ὅλους τοὺς χριστιανοὺς νηστεία τῶν Τετραδοπαράσκευων καὶ τῶν Τεσσαρακοστῶν, τὴν ὁποία θεωρεῖ ἀρκετή γιὰ τὴν ὑγεία, καὶ φαίνεται ὅτι γνωρίζει ἀκόμη καὶ τὸν ΝΑ΄ Κανόνα τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ὁ ὁποῖος ἀναθεματίζει ὅσους ἀπέχουν οἴνου καὶ κρεῶν καὶ γυναικός, μὴ δι’ ἐγκράτειαν, ἀλλά διὰ βδελυγμίαν43. Ἰδιαίτερης διαχρονικῆς ἀξίας εἶναι, τέλος, ἡ τόσον περιεκτική ὁμολογία του, στὸ «Λαμπριάτικο ψάλτη», συνοψίζουσα τὸ βίο του καὶ τὸ ἔργο του: «Τὸ ἐπ’ ἐμοί, ἐνόσω ζῶ καὶ ἀναπνέω καὶ σοφρονῶ, δὲν θὰ παύσω νὰ ὑμνῶ μετὰ λατρείας τὸν Χριστὸν μου, νὰ περιγράφω μετ’ ἔρωτος τὴν φύσιν καὶ νὰ ζωγραφίζω μετὰ στοργῆς τὰ γνήσια ἑλληνικὰ ἤθη. Ἐὰν ἐπιλάθωμαί σου, Ἱερουσαλήμ, ἐπιλησθείη ἡ δεξιά μου, κολληθείη ἡ γλῶσσα μου τῷ λάρυγγί μου, ἐὰν μὴ σου μνησθῶ»44.

Ἀνάλογος πρὸς τὴν ζωὴ του ὑπῆρξε καὶ τὸ τέλος τοῦ βίου του. «Ὁ Ἱερέας Γεώργιος Ρήγας, στὴν ἐπιστολὴ του πρὸς τὸν ἐκδότη Ἠλ. Δικαῖο, ἔγραψε γιὰ τὰ χριστιανικὰ τέλη του κυρ-Ἀλέξανδρου. Ζήτησε νὰ προσέλθει ὁ ἱερεύς τῆς Σκιάθου παπα-Ἀνδρέας Μπούρας καὶ οἱ ἀδελφές του ζήτησαν νὰ πάει μαζί στὸ σπίτι καὶ ὁ γιατρός. Διηγεῖται, λοιπὸν, ὁ π. Γεώργιος Ρήγας: «Ὁ Παπαδιαμάντης πρὸ πάντων ἦτο Χριστιανός καὶ χριστιανός εὐσεβής. Μόλις λοιπόν εἶδε τὸν ἰατρόν εἶπεν εἰς αὐτὸν: "Τί θέλεις σύ ἐδῶ;" "Ἦρθα νὰ σὲ δῶ" τοῦ λέγει ὁ ἰατρός. "Νὰ ἡσυχάσης" τοῦ λέγει ὁ ἀσθενής, "ἐγώ θὰ κάμω πρῶτα τὰ ἐκκλησιαστικὰ καὶ ὕστερα νὰ 'ρθῆς ἐσύ"... Μόνος του, ὀλίγας ὥρας πρὶν ἀποθάνη, ἔστειλε νὰ κληθῆ ὁ ἱερεύς διὰ νὰ κοινωνήση. "Ξεύρεις! Μήπως ἀργότερα δὲν καταπίνω!" ἔλεγεν. Ἦτο ἡ παραμονή τοῦ θανάτου του καὶ τότε τοῦ ἀπονεμήθηκε τὸ παράσημο τοῦ Σταυροῦ τοῦ Σωτῆρος. Τὴν ἑσπέραν τῆς 2ας Ἰανουαρίου 1911, παραμονὴν τοῦ θανάτου του, "ἀνάψτε ἕνα κηρί", εἶπε "φέρτε μου κι’ ἕνα ἐκκλησιαστικὸν βιβλίον". Τὸ κηρίο ἠνάφθη, ἐπρόκειτο δὲ νὰ ἔλθη καὶ τὸ βιβλίον, ἀλλά πάλιν ἀποκαμῶν ὁ Παπαδιαμάντης εἶπεν: "Ἀφῆστε τὸ βιβλίο. Ἀπόψε θὰ εἰπῶ ὅσα ἐνθυμοῦμαι ἀπ' ἔξω". Καὶ ἤρχισε ψάλλων τρεμουλιαστὰ "τὴν χεῖρα σου τὴν ἀψαμένην..." (σ.σ. πρόκειται γιὰ τροπάριο ἀπὸ τὶς Ὧρες τῆς ἑορτῆς τῶν Φώτων ποὺ ἐπέκειτο).

Αὐτὸ ἦταν καὶ τὸ τελευταῖο ψάλσιμο τοῦ Παπαδιαμάντη, ὁ ὁποῖος τὴν ἰδίαν νύκτα, κατὰ τὴν 2αν μεταμεσονύκτιον, ὅταν ἐξημέρωνεν ἡ 3η Ἰανουαρίου, παρέδωκεν τὴν ψυχὴν του εἰς χεῖρας τοῦ Πλάστου. Ἡ Σκιάθος ὅλη ἔκλαυσε καὶ κλαίει διὰ τὴν ἀπώλειαν τοῦ Παπαδιαμάντη...»45. Ἡ κληρονομιά τοῦ Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη εἶναι τεράστια καὶ διαχρονική, γιατί μέσα ἀπὸ τὰ μυθιστορήματα καὶ τὰ διηγήματά του φανερώνει, μαρτυρεῖ αὐτὸ τὸ μεγαλειῶδες περιεχόμενο τῆς ὀρθοδόξου πνευματικότητος, τὸ ὁποῖο καὶ ὁ ἴδιος ὡς μέλος τῆς Ἐκκλησίας ἐβίωσε. Δὲν εἶναι ὑπερβολή νὰ ποῦμε, ἀγαπητοί, ὅτι ὁ Παπαδιαμάντης εἶναι ἡ σημαντικότερη καὶ γνησιότερη θεολογική φυσιογνωμία τοῦ Ἑλλαδικοῦ χώρου τοῦ τελευταίου αἰῶνος. Ἀρκεῖ νὰ ἀξιολογηθῆ θεολογικὰ τὸ ἔργο του καὶ νὰ μὴν μετρηθῆ μὲ τὰ ἀφελῆ κριτήρια τῆς ἁπλῆς θρησκευτικῆς ἠθογραφίας. Σωστὰ ἐπισημαίνει ὁ Καθηγητής κ. Ἀνέστης Κεσελόπουλος, ποὺ ἔχει γράψει σπουδαιότατη μελέτη γιὰ τὴν λειτουργικὴ παράδοση στὸν Παπαδιαμάντη: «Κηρύσσει μὲ τὸ ἐκκλησιαστικὸ καὶ λειτουργικὸ του ἦθος “λόγον ἔμπρακτον καὶ πρᾶξιν ἐλλόγιμον”.

Στὰ ἔργα του μπορεῖ κανείς νὰ ἀνακαλύψει πλούσια κοιτάσματα πνευματικοῦ θησαυροῦ, ποὺ μποροῦν νὰ θρέψουν πολλοὺς πένητες. Εἶναι ἀληθινή ἡ διαπίστωση ὅτι πίσω ἀπὸ τὰ κείμενά του κρύβεται ἡ ἴδια ἡ ζωή του, ποὺ ἀνασαίνει καὶ τρέφεται ἀπὸ τὴν πνευματικὴ παράδοση τοῦ γένους του. Ἑκατό χρόνια συμπληρώθηκαν ἐφέτος ἀπὸ τὸ θάνατό του, ὅμως ἡ μνήμη του εἶναι ἄφθιτος καὶ μετ’ ἐγκωμίων. Κατὰ τὸν Π. Νιρβάνα «ὁ ποιητής ἀρχίζει νὰ ζῇ, ἀπὸ τὴν στιγμὴν ποὺ θὰ ἀποθάνῃ»46. Δίκαιοι εἰς τὸν αἰῶνα ζῶσι καὶ ἐν Κυρίῳ ὁ μισθός αὐτῶν, καὶ ἡ φροντίς αὐτῶν παρὰ Ὑψίστῳ47, βεβαιώνει ἡ Ἁγία Γραφή. Καὶ τὸ μνημόσυνον αὐτῶν εἰς γενεὰν καὶ γενεὰν, ψάλλει ἡ Ἐκκλησία.Παράδοσις, μάλιστα, τῆς Ἐκκλησίας καὶ δὴ Μοναστηριακή καὶ ἁγιορείτικη εἶναι νὰ παρατίθενται κόλλυβα στὰ μνημόσυνα καὶ νὰ εἰκονίζεται ἐπ’ αὐτῶν ἡ μορφὴ τοῦ τιμωμένου.
Σημειώσεις 
11 Ἀ. Παπαδιαμάντη, Ἅπαντα, Κριτική Ἔκδοση Ν. Τριανταφυλλόπουλου, Ἐκδ. «Δόμος», 5 Τόμοι, Ἀθήνα 1981-1988 τόμος Ε΄, σελ. 165.
12 Ἰεζεκιήλ, λδ΄, 2.
13 Ἀ. Παπαδιαμάντη, ὅπ. π., τόμος Β΄ 315 κ.ἑξ.
14 Ἀ. Παπαδιαμάντη, ὅπ. π., τόμος Δ΄ 191 κ.ἑξ.
15 Ἀ. Παπαδιαμάντη, ὅπ. π., τόμος Δ΄ 131 κ.ἑξ.
16 Ἀ. Παπαδιαμάντη, ὅπ. π., τόμος Ε΄ 147 κ.ἑξ.
17 Ἀ. Παπαδιαμάντη, ὅπ. π., τόμος Ε΄ 193 κ.ἑξ.
18 Ἀ. Παπαδιαμάντη, ὅπ. π., τόμος Ε΄, σελ. 330.
19 Ἀ. Παπαδιαμάντη, ὅπ. π., τόμος Ε΄, σελ. 330.
20 Ἀ. Παπαδιαμάντη, Νεκρολογία γιὰ τὸν πατέρα μου, ἀπόσπασμα Παπαδιαμάντη, ὅπ. π. τόμος Ε΄, σελ. 332 -333.
21 Περ. «Κιβωτός», Φεβρ.1953, σελ. 45-46 καὶ Ἐκδόσεις «Διάμετρος», Ἡμερολόγιο 1998, Συγγραφεῖς στὸ χρόνο - Ἀλέξ. Παπαδιαμάντης, σελ. 251-253.
22 Ἀ. Παπαδιαμάντη, ὅπ. π., τόμος Α΄, σελ. 14.
23 Ἐκδόσεις «Διάμετρος», Ἡμερολόγιο 1998, Συγγραφεῖς στὸ χρόνο - Ἀ. Παπαδιαμάντης, σελ. 6.
24 Ἀ. Παπαδιαμάντη, ὅπ. π., τόμος Δ΄, σελ. 85 κ. ἑξ.
25 Ἀ. Παπαδιαμάντη, ὅπ. π., τόμος Ε΄, σελ. 199-203 καὶ 208-211.
26 Ἀ. Παπαδιαμάντη, ὅπ. π., τόμος Ε΄, σελ. 30-38.
27 Ἀ. Παπαδιαμάντη, ὅπ. π., τόμος Ε΄, σελ. 163.
28 Ὀκτ. Μερλιέ, Ἀ. Παπαδιαμάντη Γράμματα, σελ. λ΄-λα΄ - Ἐκδ. «Διάμετρος», ὅπ. π., σελ. 70.
29 Ἀ. Παπαδιαμάντη, ὅπ. π., τόμος Δ΄, σελ. 608.
30 Ἀ. Παπαδιαμάντη, ὅπ. π., σελ. 300-301.
31 Ἀ. Παπαδιαμάντη, ὅπ. π., «Οἱ ἔμποροι τῶν ἐθνῶν», Κεφ. «Οἱ ἐξορκισμοί», τόμος Α΄, σελ. 227-232.
32 Ἀ. Παπαδιαμάντη, ὅπ. π., «Χωρίς στεφάνι», τόμος Γ΄, σελ. 131 κ. ἑξ.
33 Ἀ. Παπαδιαμάντη, ὅπ. π., τόμος Ε΄, σελ. 167-169.
34 Ἀ. Παπαδιαμάντη, ὅπ. π., «Λαμπριάτικος ψάλτης», τόμος Β΄, σελ. 519-520.
35 Ἀ. Παπαδιαμάντη, ὅπ. π., «Λαμπριάτικος ψάλτης», τόμος Β΄, σελ. 516.
36 Ἀ. Παπαδιαμάντη, ὅπ. π., τόμος Β΄, σελ. 515.
37 Ἀ. Παπαδιαμάντη, ὅπ. π., «Ὁ Λαμπριάτικος ψάλτης», τόμος Β΄, σελ. 514.
38 Κεσελόπουλος Ἀν. Γ., «Ἡ λειτουργική παράδοση στὸν Παπαδιαμάντη», Ἐκδ. «Πουρναρᾶ», Θεσσαλονίκη, σελ. 23.
39 Γιαννούλης Χαλεπᾶς σελ. 12, Ἐκδ. «Διάμετρος», ὅπ. π. σελ. 267.
40 Κεσελόπουλος Ἀν. Γ., ὅπ. π., σελ. 20.
41 Ἀ. Παπαδιαμάντη, ὅπ. π., τόμος Ε΄, σελ. 254.
42 Ἀ. Παπαδιαμάντη, ὅπ. π., τόμος Ε΄, σελ. 285-287.
43 Ἀ. Παπαδιαμάντη, ὅπ. π., τόμος Ε΄, σελ. 286-287.
44 Ἀ. Παπαδιαμάντη, ὅπ. π., τόμος Β΄, σελ. 517
45 Ρήγα Γ., ἀπόσπασμα ἐπιστολῆς στὸν ἐκδότη Δικαῖο. Ἀ. Παπαδιαμάντη ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑ, ἐκδ. «Δόμος», σελ. 218-219.
46 Ἐκδ. «Διάμετρος», ὅπ. π., σελ. 256.
47 Σοφ. Σολομ. ε΄, 15.
48 Γ΄ Βασ. ιθ΄, 12.
49 Ψαλμ. κδ΄, 7.
απόσπασμα από «Ἡ Ὀρθόδοξη Πνευματικότητα καὶ ὁ Παπαδιαμάντης» Ὁμιλία σὲ ἡμερίδα τῆς Εἰδικῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς Πολιτιστικῆς Ταυτότητος, ποὺ διοργανώθηκε γιὰ τὴν συμπλήρωση 100 χρόνων ἀπὸ τὸ θάνατό του.

πηγή : Ιερά Μητρόπολις Χαλκίδος

Read more: http://iereasanatolikisekklisias.blogspot.com/2013/12/blog-post_13.html#ixzz2nM5GICGV

Κυριακή 18 Αυγούστου 2013

Μήτηρ Θεού


Α­γί­ου Νι­κο­δή­μου του Α­γι­ο­ρεί­του



«...Η Κυ­ρί­α Θε­ο­τό­κος κα­τά τον έ­ξω χα­ρα­κτή­ρα και ή­θος του σώ­μα­τος, ή­τον σε­μνή και α­ε­βα­σμί­α κα­τά πάν­τα, ο­λί­γα και α­ναγ­καί­α λα­λού­σα' ή­τον ο­γλί­γο­ρος εις το να υ­πα­κού­ῃ και ευ­προ­σή­γο­ρος· ε­τί­μα ό­λους και ε­προ­σκύ­νει. εί­χε το μέ­γε­θος του σώ­μα­τος μέ­σον και σύμ­με­τρο­ν' ή, ως άλ­λοι λέ­γου­σι, το μέ­γε­θος εί­χεν υ­ψη­λό­τε­ρον α­πό το μέ­σο­ν' δεν ε­παρ­ρη­σι­ά­ζε­το εις κά­θε άν­θρω­πο­ν' ή­τον μα­κράν α­πό γέ­λω­τα και έ­ξω α­πό κά­θε τα­ρα­χήν και θυ­μόν.


Το χρώ­μα του θε­ο­δό­χου της σώ­μα­τος, ή­τον ό­μοι­ον με το χρώ­μα του σι­τα­ριού' εί­χε ξαν­θάς τας τρί­χας της κε­φα­λή­ς' εί­χεν ο­φθαλ­μούς πολ­λά ω­ραί­ους, χρω­μα­τι­σμέ­νους με θεί­αν σε­μνό­τη­τα, ω­ρα­ϊ­σμέ­νους με κό­ρας ο­ξείς καί ό­μοι­ας με την ε­λαί­αν και καλ­λυ­νο­μέ­νους με βλε­φα­ρί­δας φαι­δρο­πρε­πεί­ς' εί­χε τα ο­φρί­δια μαύ­ρα κυ­κλι­κώς ε­σχη­μα­τι­σμέ­να' εί­χε την μύ­την ο­μα­λήν και ευ­θεί­α­ν' τα πα­νά­μω­μα χεί­λη της ή­τον αν­θη­ρά, λάμ­πον­τα κο­σμί­ως με ε­ρυ­θρόν χρώ­μα και γέ­μον­τα α­πό την των λό­γων γλυ­κύ­τη­τα' εί­χε το ι­ε­ρο­πρε­πές πρό­σω­πον, ό­χι στρογ­γυ­λόν, αλ­λά ο­λί­γον μα­κρύ' εί­χε τας θε­ο­δό­χους χεί­ρας της μα­κράς, ο­μοί­ως και τους δα­κτύ­λους των χει­ρών μα­κρούς και τε­τορ­νευ­μέ­νους με λε­πτό­τη­τα' 


Ή­τον α­νυ­πε­ρή­φα­νος και α­νε­πί­δει­κτος, χω­ρίς να δεί­χνῃ καμ­μί­αν βλα­κί­αν καί έ­κλυ­σι­ν' εί­χε τα­πεί­νω­σιν υ­περ­βάλ­λου­σαν. Ε­φό­ρει και η­γά­πα ρού­χα φυ­σι­κώς α­πό λό­γου των χρω­μα­τι­σμέ­να, κα­θώς τού­το δη­λού­ται α­πό το ά­γιον και ι­ε­ρόν αυ­τής Μα­φό­ριον, αυ­τό­χρο­ον υ­πάρ­χον. Και δια να ει­πού­μεν κα­θο­λι­κώς, η Κυ­ρί­α Θε­ο­τό­κος ή­τον και κα­τά τα ε­ξω­τε­ρι­κά μέ­λη του πα­να­χράν­του αυ­τής σώ­μα­τος, γε­μά­τη α­πό τό­σην θεί­αν χά­ριν και σε­βα­σμι­ό­τη­τα, ώ­στε ό­που, ό­στις έ­βλε­πεν αυ­τήν, ε­λάμ­βα­νεν εις την ψυ­χήν του έ­να κά­ποι­ον φό­βον και ευ­λά­βειαν, συγ­κε­κραμ­μέ­νην ο­μού με μί­αν ε­σω­τε­ρι­κήν χα­ράν και χω­ρίς να την η­ξεύ­ρη πρω­τί­τε­ρα, ε­γνώ­ρι­ζεν α­πό μό­νον τον ε­ξω­τε­ρι­κόν χα­ρα­κτή­ρα της, ό­τι α­λη­θώς αυ­τή εί­ναι Μή­τηρ Θε­ού...».
ΑΣΜΑ ΑΣΜΑΤΩΝ

Σάββατο 27 Ιουλίου 2013

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΕΦΡΑΙΜ ΚΑΤΟΥΝΑΚΙΩΤΗΣ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ

<iframe width="640" height="360" src="http://www.youtube.com/embed/1Zm35SY7NQc?feature=player_detailpage" frameborder="0" allowfullscreen></iframe>

Το φρούριο

<iframe width="640" height="360" src="http://www.youtube.com/embed/igYtqVKY090?feature=player_detailpage" frameborder="0" allowfullscreen></iframe>

ΤΟ ΠΑΡΕΚΚΛΗΣΙΟ ΤΟΥ ΑΓΓΕΛΟΥ. Ολόκληρη ταινία.

<iframe width="640" height="360" src="http://www.youtube.com/embed/jPoi8EGWyjc?feature=player_detailpage" frameborder="0" allowfullscreen></iframe>

Σάββατο 22 Ιουνίου 2013

ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ ΜΕΛΕΤΗ ΛΓ' Εἴς τήν Πεντηκοστήν, κατά τήν ὁποίαν ἐνήργησε τό Πνεῦμα τό ἅγιον εἰς τούς Ἀποστόλους

ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΜΕΛΕΤΗ ΛΓ'
Εἴς τήν Πεντηκοστήν, κατά τήν ὁποίαν ἐνήργησε τό Πνεῦμα τό ἅγιον εἰς τούς Ἀποστόλους
Β. Μεταβολή τῆς καρδίας.
            Συλλογίσου ἀγαπητέ τήν β' μεταβολήν ὅπου ἔκαμε τό πανάγιον Πνεῦμα εἴς τήν καρδίαν τῶν Ἀποστόλων, οἱ ὁποῖοι εἴς τήν ἀρχήν ἦσαν τόσον φιλόζῳοι, τόσον φιλόσαρκοι, τόσον δειλοί, ὅπου δία νᾷ φυλάξουν τήν ζωή τούς, ὁ ἔνας άφησε τόν διδάσκαλο του εἴς τό πάθος καί ἔφυγε γυμνός «καί εἰς τις νεανίσκος ἠκολούθει αὐτῷ περιβεβλημένος σινδόνα ἐπί γυμνοῦ…ὁ δέ καταλιπών τήν σινδόνα γυμνός ἔφυγεν ἀπ' αὐτῶν»(Μάρκ. Ιδ' 51(α)), ὁ ἄλλος τόν ἠρνήθη καί ὅλοι οἱ ἄλλοι ἀνεχώρησαν «καί ἀφέντες αὐτόν πάντες ἔφυγον». (Μάρκ. Ιδ' 51). Καί τόσον ἦσαν τρομαγμένοι ὡσάν λαγωοί ὅπου έστεκαν κεκλεισμένοι ἀπό τόν φόβο τούς μέσα εἴς τό ὑπερῷον καί δεν ἐτόλμων νᾷ εύγουν ἔξω σχεδόν εἴς ὅλον τό διάστημα τῶν πεντήκοντα ἡμερῶν ὅπου ἐπέρασαν μετά τήν ἀνάστασιν ἀλλ' ἀφ' οὐ κατέβη εἴς αὐτούς τό ἅγιον Πνεῦμα, μετέβαλε τήν ἀσθένειαν τῆς καρδίας τῶν εἴς ἀνδρείαν καί γενναιότητα. Ὅθεν ευγήκαν ἔξω ὡσάν τόσοι ἄφοβοι λέοντες καί εκήρρυτον τόν ἐσταυρωμένον Ἰησοῦν ἐμπρός εἴς όλο τό πλῆθος του λαοῦ με μέτωπον ἀνοικτόν, με στῆθος ανδρειωμένον καί με τόλμη καί παρρησία χωρίς νᾷ δειλιάσουν οὔτε ἀπό φοβερισμούς, οὔτε ἀπό δαρμούς, οὔτε ἀπό βάσανα καί μαρτύρια, οὔτε ἀπό τόν ίδιο τόν θάνατον ἀλλ' ἐπεθύμουν ταῦτα πάντα ὡς τρυφάς καί ξεφαντώματα καί ἔχαιρον ὑπερβολικά ὅταν τά ελάμβανον «οἱ μέν οὖν ἐπορεύοντο χαίροντες ἀπό προσώπου του συνεδρίου, ὅτι ὑπέρ του ὀνόματος αὐτοῦ κατηξιώθηκαν ἀτιμασθῆναι»
(Πραξ. ε' 41). Τότε ἤθελες ιδεί ἐκεῖνον τόν δειλότατον καί φιλόζῳον Πέτρον, ὅπου πρότερον δεν ἠδυνήθη νᾷ ἀκούσῃ χωρίς φόβο οὔτε ἔν ψιλόν λόγον ἑνός δυστυχισμένου κορασίου, πώς ἐστάθη με τόσην ἀφοβία καί τόλμη καί ἐδημηγόρησε μεγαλοφώνως ἔμπροσθεν εἴς ἔνα μυριάριθμον πλῆθος ἀνθρώπων, χωρίς νᾷ στοχάζεται πώς εἶναι ολότελα ἄνθρωποι ἀλλά πώς εἶναι κνώδαλα καί φυτά ἤ λίθοι καί με τήν δημηγορία του εἵλκυσεν εἴς τήν πίστη του Χριστοῦ τρεῖς χιλιάδες λαοῦ «σταθείς δέ Πέτρος σύν τοίς ἕνδεκα ἐπῆρε τήν φωνήν αὐτοῦ, καί απεφθέγξατο αὐτοῖς» (Πραξ. β' 14). Τότε ἤθελες ιδή ἐκείνους τούς ἁλιεῖς καί ἀγραμμάτους πλουτισμένους ἀπό τόσην σοφίαν καί σύνεσιν, ὥστε νᾷ κάμνουν τούς σοφούς καί γραμματισμένους νᾷ ἐξίστανται καί νᾷ ἀποροῦν «καί καταλαβόμενοι, ὅτι ἄνθρωποι ἀγράμματοι εἰσί καί ἰδιῶται εθάυμαζον». (Πραξ. δ' 13). Καί τοῦτο διατί; Διότι ἔδωκεν εἴς τήν καρδίαν αὐτῶν χύμα γνώσεως τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, καθώς εἶναι γεγραμμένο περί του Σολωμόντος «καί ἔδωκε Κύριος φρόνηση τῳ Σολομῶν καί χύμα καρδίας». (Γ' Βασιλ. δ' 29) καί διότι ἥψατο Κύριος καρδίας αὐτῶν ὡς γέγραπται»(Α' Βασιλ. ι 26). Ὦ χάρις! Ὦ ἐνέργεια ! ὦ πῦρ του ἀγίου πνεύματος, τό ὁποῖον ὅταν μία φορά ἀνάψῃ τήν καρδίαν, τούς λαγωούς κάμνει λέοντας, τούς αδυνάτούς δυνατούς, τούς ἀσόφους σοφούς, τούς πηλίνους κατασκευάζει πυρίνους καί τούς πρώην ανδριάντας μεταβάλλει εἴς ἄνδρας τελείους. Καί τοῦτο εἶναι ἐκεῖνο ὅπου ὁ Θεός ὑπεσχέθη νᾷ δώσῃ δία του προφήτου Μιχαίου λέγων «ούκ ἔσται ὁ ἐπακούων αὐτῶν, ἐάν μή ἐγώ ἐμπλήσω ἰσχύν ἐκ Πνεύματος Κυρίου.»(Μιχ. Γ' 8).
            Τώρα καί εσύ ἀδελφέ ὅπου αναγινώσκεις ταῦτα, στοχάσου, ἐάν ἔλαβες αὐτήν τήν γενναιότητα καί θέρμην εἴς τήν καρδίαν σου δία νᾷ μή φοβήσαι σάρκα, κόσμο και κοσμοκράτορα, τοῦτο εἶναι σημεῖον πώς μετεβλήθης ἀπό τό Πνεῦμα Κυρίου, καθώς εἶναι γεγραμμένον «τότε ματαβαλλεί τό Πνεῦμα καί διελεύσεται καί ἐξιλάσεται αὐτή ἡ ἰσχύς τῷ Θεῶ μου». (Αββακ. Α' 11). Στοχάσου καί ἐάν εσύ προτήτερα εγύρευες με ὅλην τήν ὁρμήν τῶν ἐπιθυμιῶν σου τά ἀγαθά του κόσμου, τά πλούτη, τάς δόξας, τάς ἡδονάς καί ελόγιαζες ὅτι ήτο μακαριώτερος όποιος εἶχεν ἀπό αὐτά τά ἀγαθά περισσότερα, ήξευρε ὅτι ἕως τώρα ήτο ἡ καρδία σου πεπαλαιωμένη, ἀναίσθητος καί πεπωρωμένη ὡσάν πέτρα ἀπό τό πνεῦμα του κόσμου καί τῆς σαρκός. Καί λυπήσου δία τοῦτο καί μετανόησον, πώς εἴς τόσους χρόνους τῆς ζωῆς σου, δεν έγινες ἄξιος νᾷ λάβῃς δία του ἀγίου πνεύματος μίαν καινούργιαν καρδία αἰσθητική του συμφέροντος σου, τήν ὁποίαν ὑπεσχέθη νᾷ σου δώσει ὁ Θεός «καί δώσω ὑμῖν καρδίαν καινήν καί πνεῦμα καινόν δώσω ὑμῖν καί ἀφελῶ τήν καρδίαν τήν λιθίνην ἐκ τῆς σαρκός ὑμῶν καί δώσω ὑμῖν καρδίαν σαρκίνην καί τό πνεῦμα μου δώσω ἐν ὑμῖν» (Ιεζεκ. Λς. 26).
            Ἐάν δέ τώρα γυρεύης ὅλα τά ἐναντία καί ἀντί νᾷ υπερηφανεύεσαι δία τά πλούτη, εσύ περισσότερο ταπεινώνεσαι καί χαίρεις εἴς τήν πτωχείαν, ἀντί νᾷ θέλῃς τάς τρυφάς καί τά ξεφαντώματα, εσύ ἀγαπᾷς τήν ὀλιγάρκειαν καί τήν ἐγκράτειαν, ήξευρε, ὅτι τό Πνεῦμα τό ἅγιον άεχισε νᾷ μεταβάλλει τήν καρδίαν σου εἴς ἄλλην καρδίαν, καθώς εἶναι γεγραμμένο περί του Σαούλ, «καί ἐγενήθη ὥστε ἐπιστραφῆναι τῳ ὤμῳ αὐτοῦ ἀπελθεῖν ἀπό Σαμουήλ, μετέστρεψεν αωτώ ὁ Θεός καρδίαν ἄλλην». (Α' Βασιλ. ι 9).
            Ὅθεν εὐφράνθητι καί ευχαρίστησαι τόν Κύριον, ὅπου δία του ἀγίου Πνεύματος, όχι μόνον σου εκαθάρισεν τόν νοῦν, ἀλλά καί σου ἐθέρμανε τήν καρδίαν καί θέλει νᾷ σε μεταβάλλει ἀπό σαρκικόν εἴς πνευματικόν, ἀπό νήπιον μωρόν, εἴς ἄνδρα σοφόν καί ἀπό κοσμικόν καί ἐθνικόν εἴς ἀληθινόν χριστιανόν. Τοιαύτας γάρ θεοπρεπεῖς καί παραδόξους μεταβολάς συνειθίζει να ἐνεργῆ τό Πνεῦμα τό ἅγιον, καθώς θεολογεί περί αὐτοῦ ὁ μέγας θεολόγος Γρηγόριος «τοῦτο τό Πνεῦμα (σοφώτατον γάρ καί φιλανθρωπότατον) ἄν ποιμένα λάβῃ, ψάλτην ποιεῖ πνευμάτων πονηρῶν κατεπᾴδοντα καί βασιλέα του Ἰσραήλ ἀναδείκνυσιν καί ἐάν αἰπόλον συκάμινα κνίζοντα, προφήτην ἐργάζεται, τόν Δαβίδ καί τόν Ἀμῷς ἐνθυμήθητι, ἐάν μειράκιον εὐφυές λάβῃ, πρεσβυτέρων ποιεῖ κριτήν καί παρ' ἡλικίαν, μαρτυρεῖ ὁ Δανιήλ ὁ νικήσας ἐν λάκκῳ λέοντας. Ἐάν ἁλιέας εὔρη, σαγηνεύει Χριστῷ, κόσμον ὅλον τῇ του λόγου πλοκή συλλαμβάνοντας. Πέτρον λάβε μοι καί Ἀνδρέαν καί τούς τῆς βροντῆς υἱούς τά πνευματικά βροντήσαντας. Ἐάν τελώνας, εἴς μαθητείαν κερδαίνει καί ψυχῶν ἐμπόρους δημιουργεῖ, φησί Ματθαῖος, ὁ χθές τελώνης καί σήμερον εὐαγγελιστής, ἐάν διώκτας θερμούς, τόν ζῆλον μετατίθησι καί ποιεῖ Παύλους ἀντί Σαύλων καί τοσοῦτον εἴς εὐσέβειαν, ὅσον εἴς κακίαν κατέλαβε». (Λογ. Εἴς τήν Πεντηκοστήν).
            Εντράπου λοιπόν ἀδελφέ, διότι ἕως τώρα ήσουν μακράν ἀπό τέτοιους συλλογισμούς, πορεύομενος ἐν τοῖς κακοῖς θελήμασι τῆς καρδίας σου καί μή δίδωντας τόπον εἴς αὐτήν, δία νᾷ κατοικήσῃ τό Πνεῦμα τό ἅγιον καί συντόμως εἰπεῖν, διότι ἔζησας ὡσάν ἔνας ψυχικός μόνον ἄνθρωπος, ὅς οὐ δέχεται τά του Πνεύματος, «μωρία γάρ αὐτῷ ἔστι καί οὐ δύναται γνῶναι» (Α'. Κορ. β' 14). Κάμε ἀπόφασιν εἴς τό ὑπόλοιπον τῆς ζωῆς σου, νᾷ μή λυπήσῃς πλέον τό Πνεῦμα τό ἅγιον με καμμίαν ἄτακτον καί κακήν ὄρεξιν τῆς καρδίας σου, κατά τήν παραγγελίαν ὅπου σου δίνει ὁ Ἀπόστολος, «καί μή λυπήσῃς τό Πνεῦμα τό ἅγιον του Θεοῦ» (Ἔφες. δ' 30), μηδέ νᾷ ἐναντιωθείς ὡς σκληροκάρδιος εἴς τό ἅγιον αὐτοῦ θέλημα, κατά τούς σκληροκαρδίους ἐκείνους Ἑβραίους, πρός τούς ὁποίους εἶπεν ὁ Στέφανος, «σκληροτράχηλοι καί ἀπερίτμητοι τῇ καρδία καί τοῖς ὠσίν, ὑμεῖς ἀεί τῷ πνεύματι τῳ ἁγίῳ αντιπίπτετε» (Πράξ. ζ' 51), ἀλλά νᾷ δώσης ὅλην τήν καρδίαν σου εἴς αὐτό με ὅλας τῆς τάς ἐπιθυμίας διά νᾷ ἐνοικήσει, καθώς αὐτό τό ἴδιον τό Πνεῦμα σε προστάζει λέγον «υἱέ δός μοι σήν καρδίαν» (Παροιμ. Κγ' 26). Θέλεις δέ δώσει τήν καρδία σου εἴς τό πνεῦμα τό άγιο, ἐάν μελετᾷς πάντοτε εἴς αὐτήν τό ὄνομα του Ἰησοῦ του Υἱοῦ του Θεοῦ με μίαν αδιάλλειπτον προσευχήν. Ἐπειδή τό πνεῦμα τό ἅγιον μολονότι καί ἐκπορεύεται ἐκ μόνου του Πατρός, ὅμως εἶναι καί λέγεται καί πνεῦμα του Υἱοῦ δία τήν ομοουσιότητα καί ἐν τῳ Υἱῷ ἀναπαύεται καί χαίρει ὅταν αὐτός ὀνομάζεται «εξαπέστειλεν ὁ Θεός τό Πνεῦμα του Υἱοῦ αὐτοῦ ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν, κρᾶζον Ἀββᾶ ὁ Πατήρ» (Γαλ. Δ' 6), ἵνα δία τῆς τοιάυτης νοεράς καί πνευματικῆς προσευχῆς, ἐν μέν τῷ πνεύματι θεωρῇς τόν Υἱόν, ἐν δέ τῷ Υἱῷ θεωρῇς τόν Πατέρα, ὡς λέγει ὁ μέγας Βασίλειος καί ἵνα καταξιωθείς δία τῆς τοιαύτης νοεράς ἐργασίας, νᾷ εὕρῃς καί νᾷ ιδής νοερῶς τήν χάριν του ἀγίου Πνεύματος, τήν ὁποίαν ἔλαβες μέν δία του βαπτίσματος, τήν έχωσες δέ ὡσάν σπινθῆρα μέσα εἴς τά πάθη καί ἁμαρτίας.
            Καί τέλος πάντων, ἐπειδή καί τό Πανάγιον Πνεῦμα ὁ ἄλλος παράκλητος, τό συμπληρωματικόν πρόσωπον τῆς ἀγίας Τριάδος, ὁ χορηγός πάντων τῶν χαρισμάτων, ἡ ζωή τῶν ζώντων, ἡ κίνησις τῶν κινουμένων καί τελειότης ἁπάντων τῶν ὄντων, ήθελησεν ἐκ μόνης τῆς φιλανθρωπίας του να εἰδοποιήσει εἴς τήν καρδίαν σου τάς πρώτας γραμμάς καί τό πρῶτον σχέδιον τῆς χάριτος του, παρακάλεσαι τόν νᾷ μή σε ἀφήσει ἀτελῆ ἀλλά να φέρει εἴς τελειότητα αὐτήν τήν εἰδοποίησιν καί τό έργο ὅπου άρχισεν εἴς εσέ, χαρίζωντας σου τό χάρισμα τῆς διαμονῆς καί τῆς μέχρι τέλους ὑπομονῆς ἐν τῇ αὐτοῦ χάριτι, τό ὁποῖον χάρισμα εἶναι τό μεγαλύτερο, ἀπό ὅλα τά χαρίσματα καί αὐτό μόνον συνιστά καί ἐπισφραγίζει τόν ἑκάστου προορισμόν κατά τούς θεολόγους καί δία του χαρίσματος τούτου νᾷ σε ἀξιώσει ἀπό εδώ ἀκόμη, νᾷ γίνεις ὅλος πνευματικός, ὅλος ἀγγελοειδής, ὅλος ἅγιος καί υἱός Θεοῦ καί θεός κατά χάριν, ἀπ' ἐκεῖ ὅπου εἷσαι τώρα γῆ καί σποδός καθώς λέγει ὁ μέγας Βασίλειος «Πνεῦμα ἅγιον ἐπελθόν εἴς ψυχήν ἀνθρώπου, ἔδωκε μέν ζωήν, ἔδωκε δέ ἀθανασίαν, ἤγειρε κείμενον, τό δέ κινηθέν κίνησιν αΐδιον ὑπό Πνεύματος ἀγίου, ζῷον ἅγιον ἐγένετο, ἔσχε δέ ἄνθρωπος ἀξίαν πνεύματος εἰσοικισθέντος ἐν αὐτῷ προφήτου, ἀποστόλου, ἀγγέλου Θεοῦ, ὤν πρό του, γῆ καί σποδός» (ομιλ. περί του Πνεύματος του ἀγίου, ἧς ἡ ἀρχή , ἐνθυμηθῶμεν πάσα ψυχή).
ΝΙΚΟΔΕΙΜΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, «Πνευματικὰ Γυμνάσματα»
 
 http://tokandylaki.blogspot.ca/2013/06/blog-post_21.html

Σάββατο 20 Απριλίου 2013

Από το βίο του αγίου Σάββα του εν Καλύμνω




...Κατά προτροπήν άλλων συνασκητών του πειράται να δοκιμάσει ρεβύθια άνευ της ευλογίας του γέροντος. Τούτο γίνεται χωρίς, φυσικά, να το προσέξη, όλως αυθορμήτως. Και ενώ ετοιμάζεται να δοκιμάση τον ξηρόν τούτον καρπόν, βλέπει, αίφνης, αντικρύ τον δαίμονα να τω λέγει περιχαρής: «Σάββα σε κατάφερα». Αυτό δεν θα το λησμονίσει ποτέ. Τώρα μεν σπεύδει εις τον γέροντά του και εξομολογείται την πράξιν. Εις όλην δε την ζωήν του θα ενθυμείται το γεγονός τούτο και θα λαμβάνει αφορμήν να διδάσκει το βλαβερόν και επιζήμιον της λαθροφαγίας.
… Έζησε με ιεράν συγκίνησιν το πρώτο θαύμα του αγίου Νεκταρίου, όταν, μετά την κοίμησιν είδε να κλίνει ο άγιος την κεφαλήν του προκειμένου να τω φορέση το πετραχείλιόν του και να επανέρχηται εις την φυσικήν της κατάστασιν.
Κατά τας πρώτας ημέρας και ενώ αι αδελφαί της οσιακής μονής της Αγίας Τριάδος διετέλουν υπό το κράτος βαθυτάτης λύπης, ο π. Σάββας συνέχιζε την μετά του αγίου Νεκταρίου επικοινωνίαν του. Πώς; Επί τρείς συνεχείς νύκτας αι αδελφαί ήκουον συνομιλίας επί του τάφου. Όταν ποτέ μετέβησαν εις το κελλίον του π. Σάββα δια να ζητήσουν την εξήγησίν του δεν τον ηύρον εκεί. Πλησιάσασαι τότε προς τον τάφον είδον τον άγιον Σάββαν παρά τον τάφον συνομιλούντα με τον άγιον Νεκτάριον.
- Όταν ήκουε ότι κάποιος ήθελε να εξομολογηθεί δεν εφείδετο κόπου και μόχθου. Έτρεχε πρόθυμος ο μακάριος δια να τον συνδράμει. Ήτο επιεικής και εύσπλαχνος εις τας αμαρτίας των άλλων, δεν ενείχετο όμως την βλασφημίαν και την κατάκρισιν. Αυτά τα δύο πολύ τον ετάρασσον. «Βλασφημείς, έλεγε, βλασφημείς; Να δαγκώσεις την γλώσσαν σου». Η μεγάλη αυτή αμαρτία κατά του αγίου και προσκυνητού ονόματος του Κυρίου προεκάλει ισχυρόν ερεθισμόν, ίδιον των καθαρών πνευμάτων, τα οποία υμνούν το πανύμνητον όνομα του Ιησού ... Ούτε και την κατάκρισιν εδέχετο. «Κατακρίνεις, κατακρίνεις τον αδελφόν σου;» έλεγε και έθετε βαρύ επιτίμιον. Αμφότερα μαρτυρούν την λεπτήν και ευαίσθητον καρδίαν του.
Κατά την Θείαν Λειτουργίαν είχε τελείαν προσήλωσιν εις το τελούμενον μυστήριον και πολλάκις συλλειτούργει μετά των αγίων ή συνωμίλει με τους τρείς Ιεράρχας και άλλους αγίους. Εννοείται δε και χοροί αγγέλων τον περιέβαλλον. Κατά την Θείαν μετάληψιν πάλιν συνέβη πολλάκις να παρατηρηθεί υπό αδελφών ή και συλλειτουργών του να φουσκώνει το Άγιον Ποτήριον χωρίς όμως να πίπτει η Θεία Ευχαριστία. Ήδη προεγεύετο του ουρανίου κάλλους και συνελειτούργει με τους λειτουργούς της θριαμβευούσης εκκλησίας.
Κάποτε ... την Καθαράν Δευτέραν, τον έκλεισεν ο μισόκαλος επί τρείς ημέρας εις το κελλίον του. Ίστατο εις την θύραν έσωθεν και πεισμόνως τω έλεγε: «Δεν σ' αφήνω. Εδώ θα μείνης». Τώρα ήρχιζεν εντονώτερος ο προσωπικός αγών ... και εφυγαδεύετο κατησχυμένος ο εχθρός.
Η σκληρά άσκησίς του τω εχάρισε δύο τινά: την ευωδίαν του σώματος, αλλά και την ασθένειαν αυτού... Το πέρασμά του ήτο ευώδες. Κατά την προσευχήν του επληρούτο ο ναός ή το κελλίον του και εξερχομένη η θεία ευωδία επλήρου την πέριξ περιοχήν. Αυτή η ευωδία θα εξέλθη και από το μνήμα του κατά την εκταφήν του και θα παρέχηται ενίοτε τοις επικαλουμένοις την χάριν του...
Η τροφή του συνίστατο από το πρόσφορον της Θείας Λειτουργίας, το οποίον δίκην αντιδώρου μετά νάματος και ολίγου δενδρολιβάνου θα στηρίξουν επί έτη, ολόκληρον ζωήν τον αθλητήν.
Και επειδή ενόμιζε ότι ... ο ύπνος των δύο περίπου ωρών του εικοσιετραώρου δεν ήσαν αρκετά να ασκήσουν τον άνθρωπόν του, ελάμβανε βαρύ σίδηρον και εκτύπα αυτό επί μεγάλων λίθων, δια να εργασθή, ώς έλεγε, και να δικαιολογήση τον χρόνον της ζωής του. Και όλα αυτά υπό δυσμενείς συνθήκας, καθόσον έπασχεν εκ προστάτου και είχε χρονίαν κοιλιακήν πάθησιν, γεγονός το οποίον σκληρώς τον εβασάνιζεν.
Ήτο πάντοτε σοβαρός και δεν ηνείχετο τους γελώντας, «ουαί οι γελώντες», επαναλάμβανε και εζήτει από όλους σοβαρότητα, ίδιον των ωρίμων.
...Επρόσεχε πολύ τον σκανδαλισμόν. Και να λυπήση απέφευγε. ...
Ενίοτε κατήρχετο εις την πόλιν...Τότε εκράτει μίαν μεγάλην ομπρέλλαν εις τρόπον ώστε να μην φαίνεται η κεφαλή του...δια να κρύπτει εαυτόν. Δεν ήθελε να έχει πνευματικάς διαχύσεις και εικόνας δια πειρασμούς.
Ότε μετέβη εις Αθήνας ... δια εγχείρησιν προστάτου... εδέχθη κατά συρροήν την ευλαβή προσκύνησιν των ιατρών, νοσοκόμων και άλλων επιζητούντων ... την ευχήν του ... διότι κατά την εγχείρησιν διεπίστωσαν την αγγελικήν αγνότητά του.
Χρήματα ουδέποτε εκράτει. Κατά την εκτέλεσιν του επάνω έργου (των ιδίων κελλίων) επέτρεπε να λαμβάνει έκαστος την αμοιβήν του από το συρτάρι. Από την Αγιογραφίαν και τα Μυστήρια ό,τι ελάμβανε τα έδιδε τοις πτωχοίς, ταις χήραις και τοις ορφανοίς. Με την δύσιν του ηλίου δεν ήθελε να έχει χρήματα. ...
... Όταν αγαπά τις τον Θεόν υπακούει. Όταν υπακούει ταπεινοί εαυτόν...
... Αυτός ο ακρότατος ασκητής, ο και τη προσφοράν του Ιορδάνου αρνούμενος, εδέχθη χάριν της υπακοής, τροφήν, την οποίαν ουδέποτε θα ηδύνατο – ίσως - να διανοηθή ότι θα ελάμβανε. Τώρα την πρώτην θέσιν είχε η εντολή του γέροντός του, η υπακοή!
... Περί το τέλος της ζωής του ευρίσκετο εν άκρα περισυλλογή και ιερά κατανύξει. Επί τρείς ημέρας ουδένα εδέχθη... Έδωσε τας τελευταίας συμβουλάς. Εζήτησεν την εν Χριστώ αγάπην και υπακοήν και όταν ο επιθανάτιος ρόγχος τον κατέλαβε και επί μακρόν συνεχίζετο, αίφνης, λαμβάνει δυνάμεις, ενώνει τας μικράς ευλογημένας χείρας του και χειροκροτεί επανειλημμένως ενώ εκ των χειλέων του εξέρχονται αι τελευταίαι ιεραί φράσεις: «Ο Κύριος, ο Κύριος, ο Κύριος, ο Κύριος, ο Κύριος, ο Κύριος». ... Την ώραν εκείνην ολίγαι μόνον μοναχαί (τον) περιέβαλλον ... Κάποια μοναχή είδε – κατά θείαν παραχώρησιν – τον άγιον Σάββαν να ανέρχεται εν μέσω χρυσού συννέφου εις τον ουρανόν ... και να ψάλλει με γλυκυτάτην φωνήν το : «Ευαγγελίζου γή χαράν μεγάλην». Ήτο εσπέρας του Ευαγγελισμού με το παλαιόν τότε και η εκκλησία μας, ήρχισεν εορτάζουσα την λαμπράν ημέρα της Θεοτόκου και της ανθρωπότητος, την οποίαν τόσο πολύ ηυλαβείτο ο άγιος.
Την 7ην Απριλίου 1957 προεξάρχοντος του μητροπολίτου Καλύμνου κ, Ισιδώρου, ... ενώπιον πλήθος κόσμου ... ηνοίχθη ο τάφος του. Τότε εν πυκνόν σύννεφον θείας ευωδίας εξεχύθη και εκάλυψεν ολόκληρον την περιοχήν μέχρι των παρυφών της πόλεως ... Ο Μητροπολίτης έδωσεν εντολήν να κλείσουν τον τάφον δι' ευθετώτερον χρόνον. Αργότερον μετεφέρθη το ιερόν σκήνωμα εις Λάρνακα, η οποία είναι εναποτιθεμένη εν τω ιερώ παρεκκλησίω σεμνυνομένη προς τιμήν του αγίου Σάββα του ηγιασμένου.

[copy από http://kannavos.gr/biblia3.html]


Read more: http://iereasanatolikisekklisias.blogspot.com/2009/04/blog-post_04.html#ixzz1kIGbFrXc

Τετάρτη 27 Μαρτίου 2013

Γέροντος ἱερομ. Πετρωνίου Τανάσε (†2011) Δικαίου Ρουμανικῆς Σκήτης Τιμίου Προδρόμου Ἁγίου ὌρουςH μητέρα μου



    .......Σ᾿ ὅλη τήν ζωή της ζοῦσε μιά βαθειά πνευματική ζωή. Στίς ἑορτές συμμετεῖχε μέ πολλή εὐλάβεια, ἀκόμη καί στίς μικρότερες. Βέβαια δέν γνώριζε ἀπό βιβλία, εἶχε διάκρισι καί διαίσθησι, δέν ἐγνώριζε ἀπό ἑορταστικούς κύκλους καί ὅμως συμμετεῖχε σ᾿ ὅλες τίς ἑορτές, στίς νηστεῖες καί στά ἐτήσια μνημόσυνα τῆς Ἐκκλησίας μας ἀλανθάστως.
    .......Ἡ ἐλεημοσύνη της ἦτο ἡ βασική της φροντίδα σχεδόν σέ καθημερινή βάσι. Τούς ξένους τούς καλοῦσε ἀπό τόν δρόμο, τούς φιλοξενοῦσε σπίτι μας καί τούς ἀνέπαυε. Ποτέ δέν ἀνεχώρησε ἔστω καί ἕνας πτωχός ἀπό τό σπίτι μας μέ ἀδειανά τά χέρια.
    .......Ὁ πατέρας μου τήν ὠνείδιζε ἐνίοτε, διότι εἶχε σέ μεγάλο βαθμό ἀνοικτά τά χέρια της.
    .......Στά μνημόσυνα τῶν νεκρῶν συμμετεῖχε μέ πολλή εὐλάβεια. Κάθε Σάββατον πρωΐ ἔδινε ξεχωριστή ἐλεημοσύνη γιά τούς κοιμηθέντες: Μία λεκάνη γάλα ἤ φαγητό καί νερό πού μετέφερε ἡ ἴδια γιά τούς γείτονες. Κατόπιν ἀσχολεῖτο μέ τήν καθαριότητα τῶν ρούχων γιά τήν ἑπομένη ἡμέρα καί στήν συνέχεια ἐμαγείρευε τό φαγητό γιά τό τραπέζι τῆς Κυριακῆς, μετά τήν Θεία Λειτουργία, διότι τήν Κυριακή οὐδέποτε ἐμαγείρευε.
    .......Ὅταν κτυποῦσε ἡ καμπάνα τοῦ ἑσπερινοῦ, ὅλες οἱ δουλειές γιά τήν αὐριανή ἡμέρα εἶχαν τελειώσει καί ἔτσι ἄρχισε τήν ἡμέρα τῆς Κυριακῆς. Τό πρωΐ τῆς Κυριακῆς ἐφορούσαμε ὅλοι τά καθαρά μας ροῦχα καί ἐσώρουχα καί ἐπηγαίναμε στήν ἐκκλησία.
    .......Ὁ πατέρας μας σηκωνόταν πολύ πρωΐ, ἀφοῦ ἔκανε τήν προσευχή του, μετά ἐδιάβαζε τούς Χαιρετισμούς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀπό τό Ὠρολόγιο καί κατόπιν ἐδιάβαζε περικοπές ἀπό τήν Καινή Διαθήκη. Ὅταν ἀναχωρούσαμε γιά τήν ἐκκλησία, πρῶτα ἐζητούσαμε συγγνώμη οἱ μέν ἀπό τούς δέ: «Συγχωρέστε», καί «ὁ Θεός νά σέ συγχωρέση!» Αὐτό συνέβαινε ὄχι μόνο μεταξύ μας, μέ τούς ἀνθρώπους τοῦ σπιτιοῦ μας, ἀλλά καί μέ τούς γείτονες.
    .......Τίς νηστεῖες-τίς τρεῖς ἡμέρες τῆς ἑβδομάδος Δευτέρα, Τετάρτη καί Παρασκευή, καθώς καί τίς μεγάλες νηστεῖες τίς κρατοῦσε μέ πολλή εὐλάβεια καί ἀκρίβεια, καθώς καί τά μικρά παιδιά, ἔστω καί νά ἦσαν ἄρρωστα. Ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή ἦτο ἕνα γεγονός σημαντικό στήν χριστιανική ζωή ὅλων μας. Εἴχαμε σκεύη διατηρημένα μόνο γι᾿ αὐτόν τόν καιρό: ὅπως λεκάνες, πιάτα καί κουτάλια. Τό Πάσχα καί τά Χριστούγεννα ἡ γιορτές στά χωριά μας διαρκοῦσαν πολλές ἡμέρες.
    .......Ἡ μητέρα μου ἦτο μία ἀνεπανάληπτη νοικοκυρά. Αὐτή ἔραβε, ὕφαινε στόν ἀργαλειό, ἔπλεκε. Μᾶς ἔκανε ἡ ἴδια ὅλα τά ἐνδύματά μας: Ὑποκάμισα, παλτά, γελέκια, ζακέτες, καθώς καί βελέντζες καί ἄλλα σκεπάσματα γιά τά κρεββάτια μας. Ἐμεγάλωσε ὀκτώ παιδιά, ἕξι κορίτσια καί δύο ἀγόρια καί μᾶς ἀνέθρεψε ὅλα μέ τόν φόβο τοῦ Θεοῦ, μέ σεβασμό ἀπέναντι στούς ἀνθρώπους καί μέ τιμή. Δέν λυπόταν νά μᾶς δέρνη κιόλας, ὅταν χαλούσαμε τήν τάξι τοῦ «κοινοβίου» της.
    .......Εὐλάβεια, πίστις, ἐκπλήρωσις τῶν χριστιανικῶν μας παραδοσιακῶν καθηκόντων μᾶς εἶχαν γίνει φυσική  συνήθεια. Ἐπήγαζαν μέσα ἀπό τήν ὕπαρξί της. Ὁμοίως ἡ ἀγάπη της γιά τόν Θεό, ἡ καλωσύνη, ἡ μετριοφροσύνη της...
    .......Κάποτε, ὅταν εὑρέθηκα στό καταφύγιο τῆς πόλεως Μπροστένι, ἐπῆγα μία ἐπίσκεψι καί νά μείνω τό Ἅγιο Πάσχα στό σπίτι μας, καί θυμήθηκα τίς χριστιανικές μας συνήθειες τίς ὁποῖες δέν εἶδα πάλι ἀπό τήν παιδική μου ἡλικία. Ἠμπόρεσα νά συνομιλήσω μαζί της καί κατάλαβα τότε πόσο βαθειά ἦτο ἡ χριστιανική της ζωή.
    .......Τήν Μεγάλη Πέμπτη ἀναχώρησε τό πρωΐ ἀπό τό σπίτι, καί ὅταν ἐπέστρεψε καί τήν ἐρώτησα, ἔμαθα μέ μεγάλη μου ἔκπληξι ὅτι εἶχε πάει σέ μιά ἀσθενῆ γειτόνισσα νά τῆς κάνη ἕνα δῶρο, νά τῆς πλύνη τά πόδια εἰς ἀνάμνησιν τῆς ταπεινώσεως τοῦ Ἰησοῦ μας πρό τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου. «Ὁ Κύριος νά πλύνη τά πόδια τῶν Μαθητῶν Του κι ἐγώ νά μή κάνω τίποτε γι᾿ Αὐτόν; Μοῦ ἀπήντησε. Ἔκαμα κι ἐγώ κάτι παρόμοιο. Ἔπλυνα τά πόδια τῆς Μαρίας τοῦ Γαβριήλ, ἡ ὁποία εἶναι ἄρρωστη στό κρεββάτι καί τῆς ἐφόρεσα ἕνα ζευγάρι κάλτσες ἀπό τίς δικές μας καινούργιες».
    Τήν Μεγάλη Παρασκευή ἦτο ὅλη τήν ἡμέρα μέ τά μάτια της δακρυσμένα. «ὅταν σκέπτωμαι, μοῦ ἔλεγε, πόσα ὑπέφερε ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός γιά ἐμᾶς, μοῦ ἔρχεται νά κλαίω καί νά στενάζω ἀπό πόνο».
    .......Τό Μέγα Σάββατο, ὅταν ἐμεῖς ἐθαυμάζαμε τά τσουρέκια καί τά κουλούρια πού μᾶς παρεσκεύαζε γιά τό Πάσχα, αὐτή μᾶς  ἔλεγε: «Τά ἔκαμα τόσο ὡραῖα ὄχι γιά νά τά εὐχαριστηθῆτε τρώγοντάς τα, διότι δέν μοῦ ἔρχεται οὔτε νά ἀγγίξω, ἀλλά τά ἔκανα ἔτσι πρῶτα γιά τήν δόξα τοῦ Κυρίου μας, πού αὔριο ἀνασταίνεται».
Μετάφρασις – Ἐπιμέλεια
Ὑπό Ἀδελφῶν Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου
Ἁγίου Ὅρους Ἄθω 2002
πηγή

Δευτέρα 25 Μαρτίου 2013

ΓΕΡΟ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ Ο ΚΟΜΠΟΣΧΟΙΝΑΣ ΈΛΕΓΕ: «Μεγάλο πράγμα είναι ή ευχή.


Κάθε φορά που λέμε "Κύριε Ιησού Χριστέ..." είναι σαν να λέμε "μνήσθητί μου, Κύριε, εν τη βασιλεία σου"».

Ο γερό-Χαράλαμπος ό Κομποσχοινάς διηγήθηκε: «Ήταν μία γριούλα στην Μικρά Ασία με μία θαυματουργή εικόνα. Θεράπευε Τούρκους και Χριστιανούς. Στον πόλεμο του '22 αυτή πήρε την εικόνα- ενώ, λοιπόν, σκότωναν οι Τούρκοι, αυτήν δεν την έβλεπαν και ήρθε στην Αθήνα. Με το μύρο πού έβγαζε ή εικόνα θεράπευσε άρρωστο».
Διηγήθηκε άλλη φορά: «Κατά τον χειμώνα του 1943 στην Αθήνα, όπου διέμενα ως λαϊκός, υπήρχε μεγάλη στέρηση των αναγκαίων και σε συνδυασμό με τον βαρύ χειμώνα πολύς κόσμος πέθαινε. Εκείνη την εποχή συνήθιζα να επισκέπτομαι αυτήν την πολύ ευλαβή καλογριά, ή όποια είχε στο σπίτι της την παλιά εικόνα της Παναγίας από την Μικρά Ασία.

Ή εικόνα αυτή έφερε επάνω της πολλά παλαιά τάματα, μερικά εκ των όποιων ήσαν πολύτιμα. Καθώς λοιπόν στενοχωρούμεθα από την έλλειψη τροφών, μία ημέρα της λέω: «Βρε Μαρία, δεν πουλάς το μάλαμα από την εικόνα να αγοράσουμε τίποτα να φάμε;"» Αυτή απάντησε: «"Τό μάλαμα αυτό είναι της Παναγίας και δεν μπορώ να το πειράξω. "Αν ήθελε ή Παναγία να μας το δώσει θα μας το έδινε"». Μόλις όμως είπε αυτά τα λόγια ένα χρυσό βραχιόλι από τα τάματα της εικόνος σηκώθηκε μόνο του από την εικόνα και κόλλησε στο τζάμι της σαν να ήθελε να βγει έξω από το προσκυνητάρι. Αυτό το θεώρησε πώς ήταν σημάδι από την Παναγία. Πούλησε το βραχιόλι και αγοράσαμε τρόφιμα, με τα οποία βγάλαμε εκείνο τον δύσκολο χειμώνα».

Όταν έγινε μοναχός στο Καλύβι της Παναγίας Καζάνσκας στην Καψάλα αγωνιζόταν πολύ. Ήταν πανύψηλος και γεροδεμένος. Του είπε κάποιος Χανιώτης μοναχός ότι κάνει 3.000 μετάνοιες την ώρα και προσπάθησε να τον μιμηθεί και ό ίδιος αλλά έπαθε πτώση στομάχου. Έλεγε όταν γήρασε: «Έκανα αδιακρισία. Ό Θεός δεν τα θέλει αυτά».
Έλεγε: «Μεγάλο πράγμα είναι ή ευχή. Κάθε φορά που λέμε "Κύριε Ιησού Χριστέ..." είναι σαν να λέμε "μνήσθητί μου, Κύριε, εν τη βασιλεία σου"».

Έπλεκε όλη μέρα κομποσκοίνι λέγοντας την ευχή. Το καλοκαίρι έβγαινε και ξάπλωνε στην αυλή μέσα σε έναν λάκκο πού είχε σκάψει ό ίδιος για να τον ζεσταίνει ό ήλιος. Από κει του βγήκε και το παρατσούκλι «εν τω λάκκω». Παρά την ηλικία του, υπέργηρος ων, περιποιόταν τον κήπο με πολύ κόπο, καθώς μάλιστα είχε και μία κήλη μεγάλη σαν πορτοκάλι, πού τον ταλαιπωρούσε και πού την έδενε με ένα κομμάτι ράσο. Πέραν τούτου είχε καμπουριάσει από την πολύχρονη άσκηση, γι' αυτό και ή κάθε του κίνηση ήταν εξαιρετικά επίπονη. Του πρότειναν να τον πάνε στο Νοσοκομείο για να κάνη εγχείρηση, καθώς ή κατάσταση του ήταν πολύ επικίνδυνη, αλλά αρνήθηκε ευγενικά λέγοντας: «Δεν πειράζει, αυτός είναι ό κανόνας μου• αν θέλει ό Θεός, δεν παθαίνω τίποτα». Είχε 14 αρρώστιες, όπως έλεγε, και έμενε σ' ένα κελί ετοιμόρροπο πού έβαζε νερά όταν έβρεχε.

Κάποτε πήγε στον γερό-Χαράλαμπο ένας μοναχός νέος για να αγοράσει κομποσκοίνια. Εκείνη την εποχή αντιμετώπιζε ό νέος μοναχός έναν μεγάλο πειρασμό και ήταν πολύ στενοχωρημένος. Όταν έφτασε λοιπόν στον γερό-Χαράλαμπο και του ζήτησε κομποσκοίνια εκείνος, αντί να τον στείλει μέσα στο καλύβι να του φέρει τον τενεκέ πού τα αποθήκευε, όπως έκανε συνήθως, σηκώθηκε με πολύ κόπο από τον λάκκο του και πήγαν μαζί μέσα. Μόλις μπήκαν, του είπε: «Ξέρεις, πάτερ μου, όταν ήμουν νέο καλογέρι στο Έσφιγμένου, ό δαίμονας μου δημιούργησε τον έξης πειρασμό». "Άρχισε τότε να περιγραφή ακριβώς την κατάσταση πού αντιμετώπιζε ό νέος, λες και ήταν αυτός στην θέση του, καθώς και να του δίνη οδηγίες για την αντιμετώπιση της. Στο τέλος, αφού τον παρακίνησε με πολλούς λόγους στον πνευματικό αγώνα, του είπε σοβαρά: «Όλα αυτά σου τα είπα, για να μην απογοητεύεσαι και να αγωνίζεσαι».

Έλεγε: «Έρχονται πολλές φορές τα δαιμόνια εδώ πού κάθομαι και πλέκω κομποσκοίνι, να με πειράξουν. Τα σταυρώνω και φεύγουν. Αλλά δεν πάνε μακριά. Τα βλέπω πού κάθονται και περιμένουν πότε θα αμαρτήσω με τον λογισμό για να ξανάρθουν. Θέλει πολλή προσευχή, για να φύγουν μακριά τα δαιμόνια. Θέλει ταπείνωση. Αν ταπεινωθείς, γίνεσαι αμέσως σοφός».

«Να προσευχόμαστε για όλους, εκτός από τούς εχθρούς του Θεού, δηλαδή τούς αιρετικούς. Γι' αυτούς καλά είναι να λέμε: Αν θέλεις. Κύριε, φώτισε τους"».
«Σε όσους δεν πιστεύουν δεν λέω βαριά πνευματικά λόγια, για να μην κολαστούν πολύ. "Ό γνούς και μή ποιήσας δαρήσεται πολλά"».

«Μία φορά στο Βατοπέδι πήγα να βγω έξω, αλλά θα χτυπούσα, γιατί ήταν βράδυ και δεν έβλεπα. Όποτε ξαφνικά φάνηκε μπροστά μου ένας νέος πού άστραφτε. Το φώς του μ' έκανε να δώ ότι μπροστά μου ήταν κενό και θα έπεφτα. Αυτός ήταν ό άγιος Ευδόκιμος, όπως μου είπαν, μετά εξαφανίστηκε».

Ό γερό-Χαράλαμπος ζούσε απλά, ασκητικά με την ευχή και την ψαλμωδία στο στόμα. Ήταν ειρηνικός και έδινε πολύ καλές συμβουλές, πρακτικές και πνευματικές. Ενώ έκανε όλα τα ανωτέρω, δεν σταματούσαν τα χέρια του να πλέκουν κομποσκοίνι. Είχε μάθει να πλέκει και τη νύχτα χωρίς φώς.

Όταν έμενε στον Άγιο Χαράλαμπο στις Καρυές, πάνω από το κρεβάτι του έσταζαν νερά, όταν έβρεχε. Έβαλε τάβλες κάτω από το ταβάνι και πάνω από την θέση του κρεβατιού και ένα νάιλον έτσι τα νερά κυλούσαν δίπλα.
"Έλεγε: «Ό μοναχός πρέπει να αρκουδίζει, (δηλαδή να περπατά με τα τέσσερα), από τη νηστεία».

Κάποιος νέος πήγε να αγοράσει ένα κατοστάρι κομποσκοίνι από τον γερό-Χαράλαμπο. Τον ρώτησε: «Για την αδελφή σου το θέλεις;». Πράγματι το ήθελε για την αδελφή του. Πρόσθεσε: «Να βάλω στην φούντα κόκκινο νήμα, πού είναι το χρώμα της παρθενίας, γιατί θα γίνει καλογριά». Και όντως έγινε μοναχή μετά από λίγα χρόνια.
 «Ό Θεός λέει, "θα   εξολοθρεύσω    πάντας τούς εργαζομένους την άνομίαν".   Αλλά   πέφτουν (γονατίζουν) οι Άγιοι  και  λένε  "και
μείς αμαρτωλοί είμαστε, συγχώρεσε μας. Κύριε μας", και σταματάει την οργή Του ό Θεός».

«Άμα εξομολογηθείς τις αμαρτίες σου, τα χάνει ό δαίμονας τα αμαρτήματα και να θέλει δεν μπορεί να πει τίποτε. Διαλύονται οι αμαρτίες, δηλαδή τις συγχωρεί ό Θεός. Αλλά να εξομολογηθείς με αγνότητα, όχι να εξομολογηθείς και να μη βγαίνεις από το δικό σου. 

Αυτοί λέγονται "πονηρευόμενοι" και" οι πονηρευόμενοι εξολοθρευθήσονται", λέει. Με ειλικρίνεια να εξομολογήσθε. Σκέψου ότι τα λες στον Χριστό».

«Να λέμε την ευχή, αυτή διώχνει τον πειρασμό. Τότε αδυνατεί ό σατανάς. Ή ευχή τον τρώει σαν το ροκάνι, τον καταστρέφει. Μας πολεμά ό εχθρός, όταν το επιτρέπει ό Θεός. Και όσο ζούμε, μέχρι να βγει ή ψυχή μας, θα τον πολεμούμε και μείς. Τότε, όταν τον νικήσουμε και δεν κάνουμε το θέλημα του, θα μάς πάρει στα δεξιά του ό Θεός, στην βασιλεία Του».

«Μέγα πράγμα έχουμε το "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με". Ή ευχή τα έχει όλα και σωτηρία ψυχής και υγεία σωματική και φώτιση και ευχαριστία. Να λέμε την ευχή».
«Ή προσευχή χωρίς μετεωρισμούς είναι των τελείων. Ό καλόγερος να κάνη 33 κομποσκοίνια (εκατοστάρια για την ακολουθία του) και να μην τον μέλλη. Ας τον πειράζει με λογισμούς ό διάβολος. Αυτός να συμμαζώνει το νου του. Κάποτε ό Μ. Βασίλειος έταξε μία σκούφια λίρες σε όποιον παπά θα κάνει μία Λειτουργία χωρίς λογισμούς. Πράγματι ένας παπάς κατάφερε μέχρι να τελείωση να κράτηση το νου του καθαρό από λογισμούς. Μετά, λίγο πριν τελείωση, τού ήρθε στο νου του ή σκούφια με τις λίρες και έτσι τις έχασε».

«Θέλει ταπείνωση ό Θεός. Όσες αρετές και αν κάνουμε και μάς ρωτήσουν, πώς πάει ή πνευματική ζωή, να λέμε ότι είμαστε αχρείοι δούλοι. Άμα πεις καλά είμαι στην πνευματική ζωή τάχασες όλα. Είναι υπερηφάνεια. Γι' αυτό λέει στις Ώρες "ου κατώκει εν μέσω της οικίας μου ποιών υπερηφανίαν", δεν κάθομαι λέει στων υπερήφανων τον οίκον».

«Για την σωτηρία της ψυχής μας πρέπει να κάνουμε το νόμο του Θεού, να πάμε στην Εκκλησία μας, να συγχωρούμε τον πλησίον σε ότι μας έφταιξε. Επομένως, το παν είναι τα καλά έργα και ή πίστη. Μην απελπιζόμαστε. Ή απελπισία είναι διάβολος».

«Εν τω ονόματι Ιησού φάλαγγες δαιμόνων συντρίβονται. Εν τω ονόματι Ιησού στην Δευτέρα Παρουσία παν γόνυ κάμψει. Και μερικοί πλανεμένοι λένε: "Τί θα προσκυνήσουμε το όνομα;". Ό Απόστολος Παύλος εννοεί Ότι θα προσκυνήσουμε τον Χριστό, όχι το όνομα. Δεν χωρίζεται ό Χριστός από το όνομα Του, ό ίδιος είναι. Με το όνομα Του οι Απόστολοι έκαναν θαύματα».

«Μία μέρα έκανα κάτι κουτσοδούλια εδώ πέρα, έπεσα και χτύπησα στο πόδι. Μέρα ήταν και μόλις σηκώθηκα βλέπω κάποιον να με χαμογελάη. "Τί θέλεις εδώ;" του λέω, και δεν μιλάει. "Ποιος είσαι;" τον ξαναρωτώ, και μόλις πήγα να σηκώσω το χέρι να τον σταυρώσω, έγινε άφαντος. "Κοπρόσκυλο", λέω στον διάβολο, "εσύ ήσουν που με έριξες κάτω;"».

«Τον είδα σαν θηρίο, σαν αράχνη, με τα μάτια μου, όχι όνειρα, και παρακάλεσα τον Θεό να με στερέωση στην πίστη».

«Αφήνουμε τα θεολογικά, εμείς λέμε τα πρακτικά. Είδα κάποτε σε αγρυπνία στο Κουτλουμουσι τον Άγιο της ημέρας ντυμένο με διακονικά άμφια τρεις φορές βγήκε από το ιερό και χάθηκε. Αφού κοινώνησα, περίμενα να δώ τον διάκο να κάνη κατάλυση, δεν είδα. Ρώτησα και μου είπαν ότι δεν υπάρχει διάκος».
«Ό Θεός χαίρεται, όταν λέμε λόγια ψυχικής ωφελείας». 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΣΚΗΤΙΚΗ ΚΑΙ ΗΣΥΧΑΣΤΙΚΗ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ2011

πηγή